Δεν χρειάζεται να στο πω εγώ, ξέρεις ήδη ότι πλέον το φλερτ είναι δύσκολη υπόθεση, οι κανόνες έχουν αλλάξει και παίζεις μπάλα με διαφορετικά δεδομένα. Όσο διαβασμένος να είσαι, όσο προετοιμασμένος και να δηλώνεις, ξέρεις ότι κάποιο ψεγάδι θα βρεθεί ώστε να βγεις εκτός προγράμματος και μετά πάει, πέταξε το πουλάκι! Αυτό που έχει παρατηρηθεί πέρα από την αλλαγή κανόνων στο φλερτ είναι ότι πλέον η προσέγγιση γίνεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο και σπάνια σε δημόσιο χώρο. Πώς να μη συμβεί άλλωστε όταν τα δεδομένα μεταβάλλονται καιρό με τον καιρό!
Το βασικό ερώτημα είναι τι είναι αυτό που μας σταματάει από το να φλερτάρουμε σε δημόσιο χώρο; Υπάρχουν οι ματιές, τα κρυφά χαμόγελα, αλλά μέχρι εκεί. Από τη λογική του όποιος ενδιαφερόταν θα σηκωνόταν από τη θέση του ώστε να προσεγγίσει τον άλλον, τώρα τι είναι αυτό που μας βάζει φρένο στο να γνωρίσουμε έναν νέο άνθρωπο που μπορεί να αποδειχθεί ο πιο σημαντικός από όλους εν τέλει; Ουσιαστικά είναι σαν να βάζουμε εμείς οι ίδιοι μια τρικλοποδιά στον εαυτό μας στο να γνωρίσουμε κάποιο άτομο μόνο και μόνο επειδή είμαστε σε κοινή θέα.
Υπάρχουν γνωριμίες που μένουν ανεξίτηλες αλλά υπάρχουν και κάποιες οι οποίες σού είναι παντελώς αδιάφορες, πώς όμως θα το ξέρεις αν δεν το προσπαθήσεις; Το φλερτ είναι λεκτική κι ελαφρώς σωματική προσέγγιση κι όταν λέμε σωματική εννοούμε τη στάση του σώματος απέναντι στον άλλον που μας ενδιαφέρει. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει η προσέγγιση σε κοινή θέα, μάς μένει η λεκτική προσέγγιση κι αν δεν το έχεις και πολύ με τα λόγια, τότε δεν έχεις καμία ελπίδα να φλερτάρεις άνετα και να το ευχαριστηθείς.
Το γεγονός που σε κάνει να κομπλάρεις να φλερτάρεις, επικεντρώνεται συχνά στο άγχος της ενδεχόμενης απόρριψης από τον άλλο. Εδώ που τα λέμε, πόσες πιθανότητες έχεις να μιλήσεις σε κάποιον έτσι ξαφνικά ενώ κάθεστε με τις παρέες σας ξεχωριστά και να μη σε αντιμετωπίσει σαν εξωγήινο; Οπότε εύλογο το άγχος. Αν είναι τόσο δύσκολο να μιλήσεις, σκέψου να θέλεις και να ανταποκριθείς. Έχεις την αίσθηση ότι όλοι γύρω σου σε παρακολουθούν. Πράγμα το οποίο, εδώ που τα λέμε, σπάνια συμβαίνει, γιατί κανέναν δεν ενδιαφέρει ότι εσύ μιλάς με ένα ωραίο τυπάκι, εκτός από τις παρέες σας που χασκογελούν εκατέρωθεν.
Το επόμενο που σκέφτεσαι πριν αποφασίσεις να φλερτάρεις είναι τι θα πεις. Άντε και παίρνεις την απόφαση να σηκωθείς από την καρέκλα σου να μιλήσεις, μετά; Γιατί αν περιμένεις ότι θα σου έρθει έμπνευση μερικά μόλις δευτερόλεπτα πριν πλησιάσεις δε θα γίνει τόσο εύκολα. Κι άντε και πας και βρίσκεις να πεις κάτι αξιοπρεπές. Σημασία έχει και να ξέρεις πότε θα αποχωρείς, έτσι ώστε να κινήσεις το ενδιαφέρον, να μην ενοχλήσεις, αλλά ταυτόχρονα δίνοντας χρόνο στο να γνωριστείτε. Το λες κι άθλο.
Από τη στιγμή που παίρνεις βέβαια την απόφαση να μιλήσεις, άρα να εκτεθείς, είναι ισομοιρασμένες οι πιθανότητες αν θα πετύχεις ή όχι. Έχουμε την τάση να προκαταβάλουμε τον εαυτό μας στο να σκέφτεται αρνητικά και ξεκινάμε -ή μάλλον δεν ξεκινάμε καν- με την αντίληψη του χαμένου. Η άρνησή μας να κάνουμε το πρώτο βήμα ώστε να γνωρίσουμε ένα νέο πρόσωπο είναι και η αιτία που μας κρατά βιδωμένους σε μια καρέκλα. Φυσικά υπάρχουν και τα σημάδια που σου δίνει ο άλλος κι εσύ με τη σειρά σου αξίζει να τα διαβάζεις ώστε να μην πέφτεις σε παγίδες που σε εκθέτουν ακόμα περισσότερο, όχι όμως και να τρελαθούμε στην υπερανάλυση. Οι προκαταλήψεις σε τέτοιου είδους ζητήματα χρειάζεται να περιοριστούν και να δώσουν τη θέση τους σε κάτι που θα αποφέρει αποτέλεσμα με θετικό πρόσημο.
Το φλερτ είναι μια διαδικασία περίπλοκη· όσο κι αν φαίνεται εύκολο, δεν είναι, πρέπει να υπάρχει εσωτερική διεργασία, για να προκύψει η σωστή έκβαση. Δε χρειάζεται να γίνεται αυτοσκοπός, ούτε όποτε αποφασίζουμε να ξεμυτίσουμε, να αναλύουμε δέκα χρόνια πώς θα φλερτάρουμε. Σημασία έχει να βγαίνει φυσικά και να το απολαμβάνουμε. Αν δεν προσπαθήσουμε να βγούμε από αυτό που λέμε confort zone που πλέον ονομάζεται socal media, δε θα νιώσουμε τη μαγεία της στιγμής. Κι εδώ που τα λέμε, κανείς δεν αρνείται ότι το φλερτ, αποτελεί μια μαγική στιγμή που δύο άνθρωποι έρχονται πιο κοντά, ακριβώς επειδή μετακινούνται από τη ζώνη ασφαλείας τους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου