Περνάνε τα χρόνια, αλλάζουν οι εποχές κι εσύ από ένα μικρό ζιζάνιο μεγαλώνεις και σιγά σιγά αποκτάς άποψη και σοβαρότητα -λέμε τώρα- ώστε να αντιμετωπίζεις με όσο πιο ήρεμο και ώριμο τρόπο τις καταστάσεις της ζωής σου. Όσο μεγαλώνουμε, όμως, ξεχνάμε πώς πέρασαν τα χρόνια και φτάσαμε ως το σημείο που έχουμε φτάσει τώρα και σίγουρα ξεχνάμε ποιες ήταν οι αντιδράσεις μας και τα ερεθίσματά μας ως παιδιά που χρόνο με το χρόνο έφτιαχναν ψίχουλο-ψίχουλο την πίτα του χαρακτήρα μας.
Όσο ήμασταν παιδιά πιστεύαμε ότι κανείς μεγαλύτερος δεν μπορούσε να μας καταλάβει και πώς μόνο εμείς και συνομήλικοί μας με ίδια νοοτροπία μπορούσαν να κατανοήσουν τις προθέσεις μας. Υπήρχε στο αίμα μας αυτή η επανάσταση, μόνοι μας εναντίον όλων, κυρίως εναντίων των μεγάλων που δε μας καταλάβαιναν, εμάς και τα όνειρά μας. Μπορεί να φαίνεται οξύμωρο αλλά σε μικρότερη ηλικία δεν αστειευόμασταν με τα πιστεύω και τις αντιλήψεις μας. Ήμασταν τόσο σίγουροι για το τι κάνουμε και γιατί σαν να είχαμε καταφέρει να βρούμε μια πολύτιμη ουσία. Όσο μεγαλώναμε όμως, όλα μαλάκωναν και οι θεωρίες δε γίνονταν πράξη.
Χρόνο με το χρόνο μπαίναμε σε μια διαδικασία να σκεφτούμε περισσότερο υπέρ ποιου πράγματος τασσόμαστε και δεν επαναστατούσαμε τόσο εύκολα παρά μόνο όταν έφτανε ο κόμπος στο χτένι. Πού να πήγε λοιπόν η παιδικότητα μαζί με τον τρόπο με τον οποίο παθιαζόμασταν για τα πράγματα; Πολλές φορές ψάξαμε να βρούμε αυτό το πάθος και την παιδική σκέψη στις ενήλικες αποφάσεις μας, μα δεν τα καταφέραμε. Ήμασταν άραγε πιο μικροί πεισματάρηδες και λίγο αφελείς ή εν τέλει είχαμε μέσα μας μια φλόγα που θυσιάσαμε για χάρη κάποιου αόρατου εχθρού;
Ισχύει τελικά ότι όσο μεγαλώνουμε ξεχνάμε τι μας πάθιαζε και πώς βλέπαμε τα πράγματα; Ίσως ναι, ίσως σε πιο μεγάλη ηλικία να μη θέλουμε να μπούμε στα παπούτσια του μικρότερου εαυτού μας ώστε να αντιληφθούμε τι είναι αυτό που μας ενθουσίαζε τότε, ενώ τώρα μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Η ανεμελιά και παιδικότητα έχουν εξαφανιστεί και τη θέση τους πήρε η πρακτικότητα και η λογική που δεν επιλέξαμε, αλλά μπήκε στο σύστημά μας κάπως αυτόματα, χωρίς να έχουμε ιδιαίτερη άποψη για το αν τελικά την επιθυμήσαμε ή μάς επιβλήθηκε.
Έτσι καταλήγουμε παρασυρμένοι από τη λήθη μας, να σηκώσουμε επιδεικτικά το δάχτυλο για να υποδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει κάτι σε έναν μικρότερο εαυτό μας. Σκεπτόμενοι κατ’ αυτόν τον τρόπο χάνουμε κάθε παιδική μας ανάμνηση και δεν μπορούμε να δεχτούμε μια αντίστοιχη συμπεριφορά ως γονείς ή ώριμοι ενήλικες από κάποιον μικρότερο, καθώς έχουμε κλειδώσει τη λογική αυτή ως λάθος αντιμετώπιση. Εμείς οι ίδιοι αρνούμαστε να περάσουμε στη νεότερη γενιά με τον σωστό τρόπο έναν νεανικό κι ελεύθερο τρόπο σκέψης, γιατί το ίδιο κάναμε και στους εαυτούς μας. Ξεχνάμε πως τα συναισθήματα που μας πλημμύριζαν τότε και βιαστήκαμε να διώξουμε ως μη παραγωγικά, πλημμυρίζουν κι ένα παιδί μικρότερης ηλικίας.
Η παιδική ηλικία, όμως είναι μια περίοδος που όλα τα συναισθήματά μας βρίσκονται στο κόκκινο και οι κεραίες μας είναι διαρκώς τεντωμένες, πόσο μάλλον όταν περνάμε τη φάση της εφηβείας, όπου η επανάσταση είναι δεδομένη απέναντι σε κάθε πρέπει. Το να ξεχνάς αυτήν την περίοδο είναι σαν να αρνείσαι όλα όσα σε έκαναν αυτό που είσαι. Είναι όλα εκείνα τα μικρά κομμάτια σου, οι απορίες σου, τα ψαξίματά σου, οι περιπέτειες που έφτιαξαν τους κώδικες και τη λογική σου κι εσύ εύκολα τα θυσιάζεις για χάρη ενός ενήλικου εαυτού. Μα όλα όσα ήταν σημαντικά για έναν άνθρωπο, τα έμαθε όταν ήταν παιδί. Κι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ, όσο κι αν το ξεχνάμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου