Κάποιες λέξεις μοιάζουν όταν ακούγονται, αλλά διαφέρουν ως προς τη σημασία που έχουν. Αυτό συμβαίνει μεταξύ του «νοιάζομαι» και του «αγαπώ». Όταν νοιαζόμαστε κάποιον δε σημαίνει ότι τον αγαπάμε με την έννοια που έχει η αγάπη κι όταν αγαπάμε κάποιον δε σημαίνει ότι τον νοιαζόμαστε όπως του αρμόζει. Λίγο περίπλοκο δε φαίνεται το παραπάνω; Έτσι όμως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, περίπλοκες.
Η αγάπη, όμως, είναι όντως περίπλοκη; Συστατικό που βρίσκεις παντού στις ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργεί άρρηκτους δεσμούς και η μόνη επιθυμία του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου είναι να αισθάνεται καλά. Να βιώνει τη θαλπωρή και την ασφάλεια. Το να αγαπάς τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου σημαίνει ότι έχεις και την ανάγκη να τον προστατέψεις ακόμα κι από εσένα τον ίδιο. Τώρα για τα πρακτικά, δεν μπορεί να δοθεί ορισμός στην έννοια της αγάπης, θα ήταν ίσως και λίγο ανόητο να θεωρήσουμε ότι χωράει σε ορισμούς και επεξηγήσεις.
Η έννοια του νοιάζομαι είναι ότι θέλω να βλέπω τον άλλο καλά, αλλά δεν αισθάνομαι και την ανάγκη να συμβάλλω. Το να πάρεις κάποιον τηλέφωνο ή να στείλεις ένα μήνυμα δε σε πηγαίνει αυτομάτως στην κατηγορία της αγάπης. Μερικοί μπερδεύουν την έννοια του νοιάζομαι με την περιέργεια που έχουμε για τη ζωή άλλου, ή και τη συμπόνια που τρέφει κανείς για ένα άτομο.
Θα μπορούσε να ταυτίσει κάποιος τις δύο έννοιες; Δεν είναι σίγουρο ότι αν αγαπάς κάποιον σημαίνει ότι τον νοιάζεσαι απαραίτητα, άλλωστε έτσι προκύπτουν οι σχέσεις με προσδοκίες εκτός πραγματικότητας. Όταν αγαπάμε, προτεραιότητα είναι το τι θέλει ή με τι είναι ευτυχισμένος ο άλλος κι αυτό αποτελεί και κάλυψη της προσωπικής επιθυμίας μας. Το «νοιάζομαι» είναι παθητικό, είναι κάτι που σου συμβαίνει χωρίς προσπάθεια, φεύγει κι έρχεται χωρίς να σε επηρεάζει.
Στον αντίποδα, τι σε κάνει να θες να πληγώσεις κάποιον; Συνήθως το κάνουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, άθελά μας κι όμως το κάνουμε τόσο καλά, με τόση μαεστρία που θα έλεγε κανείς ότι το έχουμε προσχεδιάσει. Όταν φτάνουμε σε σημείο να πληγώσουμε τον άνθρωπό μας σημαίνει ότι φθίνει το αίσθημα του να προστατέψουμε τον άλλον. Η δική μας ανάγκη για εκπλήρωση (ανθρωπίνως μεν, εγωιστικών δε) προσδοκιών, μας έκανε ανήμπορους να προστατέψουμε το άτομο αυτό από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ακόμα κι αν η προσπάθειά μας να μην πληγώσουμε τον άνθρωπο που έχουμε επιλέξει γίνεται κάθε μέρα, δίνουμε κάθε μέρα εξετάσεις κι αναλόγως τις αντοχές μας επιλέγουμε να περάσουμε ή να μείνουμε στην ίδια τάξη. Η αγάπη που έχουμε για το ταίρι μας έρχεται δεύτερη απέναντι στην αγάπη που έχουμε ορισμένες φορές για τον εαυτό μας- κι αυτό είναι τόσο φυσικό όσο και η ίδια η θνητότητα. Στις ισορροπίες, εκεί χάνουμε και το παιχνίδι, το γιατί το να νοιαζόμαστε περισσότερο για τα θέλω τα δικά μας, μάς καθιστά αυτόματα εγωιστές απέναντι στο άλλο άτομο. Αυτό συμβαίνει πολλές φορές γιατί χάνουμε το ενδιαφέρον μας, παύουμε να θέλουμε όπως στην αρχή το άτομο που αγαπήσαμε ή είδαμε καταστάσεις που μας οδήγησαν στην αποστροφή.
Αν όντως πραγματικά νοιάζεσαι κι αγαπάς τον άνθρωπο που κάποια στιγμή ήταν ο άνθρωπός σου, χρειάζεται να αντιμετωπίσεις την κάθε κατάσταση μεμονωμένα και να είσαι ειλικρινής με τα συναισθήματα που έχεις. Σίγουρα δεν μπορούμε να καταπιεστούμε γι’ αυτά που θέλουμε, μπορούμε όμως να δηλώσουμε χωρίς κανένα φόβο τι είναι αυτό που δε μας κάνει. Το να πεις αυτά που αισθάνεσαι όπως τα αισθάνεσαι στοιχίζει λιγότερο από το να υπάρχουν περιστροφές γύρω από ένα ζήτημα που απασχολεί ένα ζευγάρι.
Ακόμα και ο χωρισμός μπορεί να είναι λυτρωτικός, αν έχεις πει αυτά που έχεις να πεις, γιατί έχεις νοιαστεί κι αγαπήσει το ταίρι σου. Σέβεσαι αυτή τη σχέση που είχατε, άρα το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκαθαρίσεις τα συναισθήματά σου. Παθητικά, ενεργητικά, δεν έχει σημασία, το «ανθρώπινα» είναι που μετράει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου