Είναι πολύ όμορφο να ‘χεις ωραίες παιδικές αναμνήσεις. Πράγματα που σου μένουν στο μυαλό, γλυκές εικόνες που θα κουβαλάς μια ζωή. Τουλάχιστον για τα παιδιά της δεκαετίας του ’90 και νωρίτερα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε να θυμόμαστε ωραίες στιγμές. Από φανταστικά καρτούν στην τηλεόραση μέχρι τα παιχνίδια μας στη γειτονιά και τα μηλαράκια και τα κοκοράκια που πουλούσαν οι πλανόδιοι.
Μόλις άνοιγε ο καιρός και μεγάλωνε η μέρα, ακολουθούσαμε ιεροτελεστία απογευματινή. Μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς, με μια μπάλα κι ένα σχοινάκι και ξεκινούσε το πάρτι. Τα παιχνίδια, τα γέλια, τα μαλώματα δεν είχαν τελειωμό. Διασκεδάζαμε, τρέχαμε, θυμώναμε όταν χάναμε και φτου ξανά όλα απ’ την αρχή.
Αλλά δεν ήμασταν μόνο τα παιδιά που σηκώναμε τη γειτονιά στο πόδι. Πιστές στο ραντεβού τους ήταν κι οι μαμάδες μας. Πότε στην αυλή της μίας, πότε κάτω απ’ την οικοδομή της άλλης, το μόνο που χρειάζονταν ήταν οι πλαστικές καρέκλες που έφερνε η κάθε μια από το σπίτι της. Όχι δε λέγανε και στον πασατέμπο και στον ελληνικό τους καφέ. Με την καλή τους διάθεση, με κουτσομπολιά, με συνταγές που αντάλλασσαν, ο χρόνος κυλούσε γρήγορα και κυρίως όμορφα. Τα γέλια τους συμπλήρωναν τα δικά μας. Κάποιες φορές, μπλέκονταν στους τσακωμούς μας και υποστήριζε η κάθε μια το παιδί της, αλλά το επόμενο λεπτό το είχαν κιόλας ξεχάσει.
Δεν είχαν ανάγκη από κινητά και τηλεοράσεις, ούτε χρειάζονταν τις καφετέριες για να ξεσκάσουν. Ούτε και οι διακοπές, πέρα από το οικονομικό που εκ των πραγμάτων μας περιόριζε, τους έλειπαν. Έφτανε η συντροφιά, η πραγματική επικοινωνία που είχαν τότε. Ακόμη κι αν δεν ήταν απόλυτα σίγουρο, στα δικά μας παιδικά μάτια, φαίνονταν ευτυχισμένες. Χαλάρωναν, ξεκουράζονταν από δουλειές και υποχρεώσεις κι είχαν η μία τη γυναικεία κουβέντα και συμβουλή της άλλης.
Όταν έπεφτε ο ήλιος, η συνήθεια – αλλά και η κλασική, τυπική μάνα – υπαγόρευε να βάλουμε όλοι ζακέτες, γυναίκες και παιδιά. Άλλες μανούλες ήταν πιο τυχερές κι είχαν υπάκουα παιδιά. Άλλες όμως έπρεπε να φωνάξουν δέκα φορές για να μας πείσουν. Όχι ότι απαραίτητα το κάναμε επίτηδες, αλλά είναι ν’ αφήσεις τα μήλα πάνω που κάνεις δωδέκατα, για να φορέσεις τη ζακέτα; Είχε όμως κι αυτό τη γλύκα του, το γέλιο του. Βέβαια, διάλειμμα κάναμε κάποια στιγμή κι εκείνες μας περίμεναν με χυμούς και τοστ, να μας υπενθυμίζουν να μην τρώμε γρήγορα και πνιγούμε και να κάτσουμε επιτέλους πέντε λεπτά σαν άνθρωποι. Άσχετα που δεν τις ακούγαμε ποτέ.
Έτσι κυλούσαν τα καλοκαίρια μας. Όταν έφτανε η ώρα να γυρίσουμε σπίτι, φυσικά ακολουθούσε σκληρός γύρος διαπραγματεύσεων, παρακάλια που κατέληγαν σε μούτρα γιατί ό,τι έλεγαν οι μαμάδες μας έπρεπε και να γίνει. Τα μούτρα βέβαια εξανεμίζονταν στο πι και φι γιατί ήμασταν τόσο «γεμάτοι» από τη μέρα μας. Η μέρα έκλεινε κάπως έτσι: επιστροφή, μπάνιο, φιλί από τη μαμά και ύπνος με το πιο γαλήνιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο.
Είμαστε πραγματικά τυχεροί όσοι έχουμε τέτοιες ζεστές αναμνήσεις. Είναι ευλογία να κοιτάς πίσω σου και να βλέπεις όμορφες, γλυκές στιγμές, φωτογραφίες με πρόσωπα που χαμογελούν και ξέρεις ότι το χαμόγελο βγαίνει απ’ την καρδιά. Κι είναι εξίσου ευλογία να ξέρεις ότι με τα πιο απλά πράγματα ο άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος. Ειδικά οι αναμνήσεις με τις μαμάδες μας είναι σημείο αναφοράς για όλους. Ποιος άραγε δε θα’ θελε μια μέρα να ξαναβρεθεί στη γειτονιά των παιδικών του χρόνων, παρέα με τα φιλαράκια του, μια μπάλα και τη μαμά του να του γελά εκεί, στην πλαστική της την καρέκλα με μια ζακέτα στο χέρι;
Επιμέλεια Κειμένου Στέλλας Φρασιόλα: Ιωάννα Κακούρη