Με αφορμή μια διοργάνωση που έτυχε να πάω πρόσφατα ήθελα να μοιραστώ σ’ αυτό εδώ το κείμενο μια ιστορία. Μια ιστορία που ξεκινάει απ’ όταν ήμουν έφηβη κι ο μπαμπάς μου μού πρότεινε να δοκιμάσω κρασί, ενώ εγώ κοπανιόμουν ότι αυτό το πράγμα δε θα το έβαζα ποτέ στο στόμα μου. Καθώς λένε κι οι σοφοί, ποτέ μη λες ποτέ.
Κρασί, λοιπόν, οίνος ερυθρός, λευκός και ροζ. Συντροφιά απλή και συνάμα βάλσαμο τις νύχτες του χειμώνα. Δίπλα στο τζάκι, αγκαλιά με τη ζεστή κουβέρτα, να χαζεύεις τις φλόγες που χορεύουν με τόση ένταση και πάθος. Ίσως να σ’ έχει χτυπήσει λίγο στο κεφάλι –για να βλέπεις τη φωτιά σαν μπαλαρίνα–, ίσως πάλι και να έχει καταφέρει να σε χαλαρώσει απ’ την ένταση της μέρας.
Είναι αυτή η στιγμή που αφήνεσαι γλυκά, με μόνη παρέα τον εαυτό σου, τις σκέψεις σου κι ένα ποτήρι κρασί. Κι είναι εκείνη η στιγμή που χάνεσαι σ’ αυτό το υπέροχο χρώμα που καθρεπτίζεται στο ποτήρι σου και σε πηγαίνει σε τόπους μακρινούς. Είναι η ώρα που το στροβίλισμα του υγρού αυτού στοιχείου αναβλύζει αρώματα από κόκκινα φρούτα του πάθους, που ο ουρανίσκος σου γεύεται την ένταση των γλυκών μπαχαρικών. Είναι εκείνη η γουλιά που τώρα αποκτά νόημα κι υπόσταση.
Κλείνοντας τα μάτια μπορείς να καταλάβεις την κριτική που αναφέρεται στην ετικέτα του αγαπημένου σου κρασιού, καθώς χαρακτήριζε το στόμα δαντελένιο και τη γουλιά αυτή φινετσάτη, μυρωδάτη, ζωντανή. Και θα μου πει κανείς τώρα «μην πίνεις άλλο, σ’ έχει χτυπήσει κατακούτελα», όμως δεν είναι έτσι. Ναι, κι εγώ είμαι απ’ τους ανθρώπους που χλεύαζαν όλη αυτή τη γλαφυρή και ποιητική περιγραφή όταν αναφερόταν κάποιος σε ένα κρασί. Το κορόιδευα, ναι, μέχρι που μπήκα στη διαδικασία να το βιώσω, να το ανακαλύψω, να γευτώ κι εγώ αυτά που τόσοι άνθρωποι μελετούν, αφοσιώνονται και περιγράφουν με τόση ευγένεια και πάθος.
Γιατί κάποιες φορές, ξέρετε, δεν μπορούμε να έχουμε γνώμη αν πρώτα δε δοκιμάσουμε. Η ομορφιά, λένε, βρίσκεται στα πιο απλά, αν κι ένα ποτήρι κρασί ποτέ δεν είναι απλή υπόθεση. Ορίστε, λοιπόν, καθίστε αναπαυτικά, ανακινήστε για λίγο το κρασί στο ποτήρι σας κι αφουγκραστείτε όσα έχει να σας πει. Μυρίστε τα εξαίσια αρώματα που κρύβει μέσα του, μυρωδιές που προέρχονται απ’ τη δύσκολη διαδικασία του τρύγου, που απαιτεί χρόνο και κόπο. Δε συγκρίνεται, βέβαια, με τα παλιά χρόνια, αλλά και πάλι είναι μια χρονοβόρα τεχνική που αξίζει από εμάς που δοκιμάζουμε αυτό το νέκταρ να του δώσουμε την ανάλογη προσοχή.
Αν κλείσετε τα μάτια, ίσως να ταξιδέψετε κι εσείς σε χρόνια που μαζευόταν η οικογένεια κι έμπαιναν στο πατητήρι να πατήσουν τα σταφύλια. Όλο το χωριό μύριζε κρασί. Όλοι πήγαιναν απ’ το ένα σπίτι στο άλλο, σαν μια παρέα, κι έφερναν το κρασί τους για να κοκορευτούν. Κι όχι, δεν τα έχω διαβάσει σε μύθους κι ιστορίες, τα έζησα όλα αυτά όταν ήμουν μικρή και κάθε «ξινίτας» που τυχαίνει να πιω κάποιες φορές με πηγαίνει πίσω, σε άλλες εποχές. Η νοσταλγία είναι όμορφο συναίσθημα, από αναμνήσεις που δε θες να τις πάρει η λήθη στο πέρασμά της.
Άλλοτε πάλι, σε κάθε γουλιά απ’ τον αγαπημένο μου Αμέθυστο, καλπάζει η σκέψη τόσο γρήγορα σε μέρη που δεν έχω πάει ποτέ, αλλά που στοχεύω να εξερευνήσω κάποια στιγμή. Μέρη όπως η Τοσκάνη με τα απέραντα λιβάδια της και τα τραπεζάκια στη μέση του πουθενά, παρέα με το πιο εκλεπτυσμένο κρασί του οινοποιείου που θα επιλέξετε.
Η γευσιγνωσία δεν είναι μια απλή διαδικασία κι οι άνθρωποι που επιλέγονται έχουν εκπαιδευτεί πολύ για να ‘ναι ικανοί να αναγνωρίσουν την κάθε γεύση, ευωδιά και χρώμα. Πολλοί το περιγράφουν σαν ένα μαγευτικό ταξίδι που ο καθένας θα έπρεπε να βιώσει έστω μία φορά. Κι ας μην το εξειδικεύσουμε τόσο, όχι, δε χρειάζεται, απλά κάθε φορά που θα χαρίζετε μια ώρα δώρο στον εαυτό σας, προσπαθήστε να απολαύσετε το καθετί γύρω σας.
Χαρίστε στον εαυτό σας μια πρωτόγνωρη εμπειρία μέσω της γεύσης κι επιτρέψτε στο ποτήρι σας να σας ταξιδέψει στο παρελθόν αλλά και σε μέρη που δε γνωρίζετε ότι υπάρχουν. Ονειρευτείτε και ρουφήξτε το πιο απλό πράγμα του κόσμου, που πάραυτα έχει τη δύναμη να μετατρέψει αυτή τη μια ώρα σε κάτι μαγικό. Αφεθείτε ελεύθεροι με όλες σας τις αισθήσεις κι ελάτε να δοκιμάσουμε μαζί ακόμα μια φορά το κρασί μας.
Στην υγειά μας, λοιπόν, και καλό ταξίδι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη