Από παιδί ακόμα, η διάθεσή του σκοτείνιαζε, τα συναισθήματα πάγωναν με την άφιξη του χειμώνα. Συντονιζόταν το μέσα του τοπίο με τις εξωτερικές συνθήκες. Τα πάντα φάνταζαν οδυνηρά. Μια τάση μηδενισμού των ανθρώπων, του εαυτού του, της ζωής. Σκεφτόταν πως η υπόλοιπη φύση τολμά να πεθαίνει. Ο άνθρωπος, πάντοτε, δειλός. Πάντοτε ανόητα γαντζωμένος από τη ζωή, επιμένει να αναπνέει. Όχι να ζει.

Πότε κατόρθωσε κανείς να ζήσει; Ένας ατέρμονος συμβιβασμός με την απώλεια, μια περίκλειστη φυλακή, ό,τι εθιστήκαμε να αποκαλούμε ζωή. Ποιο σκεπτόμενο ον παραμένει αισιόδοξο, ως ενήλικας; Ποιος συλλαμβάνει σε όλο της το βάθος τη ματαιότητα των ανθρωπίνων και εξακολουθεί να απολαμβάνει τη ζωή; Ποιος ευφυής αγαπάει γνήσια, χαλιναγωγώντας πάθη, ζήλιες, φόβους, μικροπρέπειες; Όσοι εκμυστηρεύονται εκείνα που τους κατατρώγουν, θηρεύουν οίκτο. Όσοι δείχνουν αγάπη, ύπουλα καταστρώνουν σχέδια εξόντωσης.

Έτσι, κερνάει ουίσκι μαύρο το ποτήρι του. Το μπουκάλι αδειάζει. Δεν ανησυχεί. Η κάβα του είναι πάντοτε εξοπλισμένη. Σύντομα θα παραδοθεί στον κόσμο του ονείρου. Ξέρει. Σε τίποτα δεν υπερτερεί του ξύπνιου. Είτε τον αναπαράγει οδυνηρά, είτε τον καμουφλάρει. Μολαταύτα, ο χρόνος σε εκείνη τη διάσταση ρέει γρήγορα. Που θα πει, ανώδυνα.

Κατευθυνόμενος στο διπλό κρεβάτι (αρκούντως ευρύχωρο για να στεγάζει κάποιες νύχτες την ογκώδη μοναξιά και κάποιες άλλες τη μισθωμένη αγάπη), ζαλισμένος από το ποτό και τον πόνο, αντιλαμβάνεται το κινητό να τρίζει. Το κεφάλι του βαραίνει, τα μηλίγγια πάνε να σπάσουν από οργή. Γιατί δεν αρκούνται, τέλος πάντων, στην αποχαυνωμένη ευτυχία τους; Γιατί εννοούν να αναστατώνουν τη δική του εχέφρονα μελαγχολία;

Το μήνυμα που εμφανίζεται στην οθόνη βραχυκυκλώνει τις σκέψεις. Θα μπορούσε ίσως να απενεργοποιήσει την οργή. Να εκτινάξει σε επίπεδα ιλιγγιώδη τις αιμοβόρες Ερινύες.

Μελαγχολικά μου μάτια… Θα ονειρεύεσαι τώρα.
Αν όμως τυχαίνει να είσαι ξύπνιος, δες την απόκοσμη ομορφιά της νύχτας.
Η χιονισμένη φύση και η ζεστασιά της αγάπης μου για εσένα, βαθιά μέσα στην ψυχή μου, δραστικά παυσίπονα.

Εκείνη… Μέρες στο νοσοκομείο. Όποτε ο οξύς πόνος υποχωρεί, του υπενθυμίζει την αγάπη της για εκείνον, «το ασύγκριτο θαύμα», με λόγια δικά της.

Όχι. Αυτό το μυστηριώδες αερικό, ούτε ανόητη ήταν, ούτε αιθεροβάμων. Δεν αντικρίζει την κόλαση των άλλων με παραμορφωτικούς φακούς, μιλώντας από θέση ισχύος. Και σε καμία περίπτωση δε ραδιουργεί για την καταστροφή του.

Αν έπρεπε να την περιγράψει, ποια λόγια θα διάλεγε; Στα μάτια της, αστρική απεραντοσύνη. Στην καρδιά της, πυρακτωμένη θάλασσα. Αισιόδοξη προ των πυλών του Τάρταρου. Αθεράπευτα ρομαντική, παρά την επίγνωση της δριμείας πραγματικότητας. Εξαντλητικά αυστηρή προς τον εαυτό της – αλλά με σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Τολμηρά επιεικής με τους άλλους, ακόμα και όταν γνωρίζει τα πάθη και τα ταπεινά τους ελατήρια (ή ακριβέστερα, μολονότι τα γνωρίζει). Αταλάντευτα πιστή στον σωκρατικό αφορισμό “οὐδεὶς ἑκὼν κακός”, σαν αλχημιστής πασχίζει να ανακαλύψει τη Φιλοσοφική Λίθο σε κάθε άνθρωπο που συναντά. Πίσω από σκληρά πρόσωπα, διαβλέπει ευκρινώς πυρήνα τρυφερό.

Κι αν τον ρωτούσαν, τι τον τρομοκρατεί σε εκείνη; Δεν την πτοεί τίποτε από όσα η δική του ψυχή τρέμει ως τα τρίσβαθα. Είτε δε φοβάται είτε (αξιοθαύμαστο!) προχωράει σταθερά, παρά τον φόβο.

Όταν αγαπάει, εκτίθεται με θάρρος. Προσφέρει και προσφέρεται με γενναιοδωρία. Προσανατολίζει την καρδιά της στην αγάπη, όπως η ίδια την οραματίζεται, με τον ίδιο αλάνθαστο τρόπο που τα ηλιοτρόπια στρέφονται στον ήλιο. Κι όμως. Όση ανάγκη κι αν είχε για αγάπη τέτοια, σφοδρός ο φόβος τον πρόσταζε να δραπετεύσει, να διαφύγει από την ατόφια ευτυχία. Πώς να τη διαχειριστεί; Πώς, πολύ περισσότερο, να την απολαύσει;

Στη σύγχυση του οινοπνεύματος, αντλώντας από εκεί θάρρος -και θράσος-, ηχογραφεί προς την αρχιτέκτονα της τέλειας ευδαιμονίας του:

«Δεν αρνούμαι την αγάπη, τη δοτικότητα, τη φροντίδα. Τα εκτιμώ.
Είναι που κοντά σου, ασφυκτιώ. Η αγάπη σου καταπιέζει. Καμία αίσθηση μέτρου. Καμία εγκράτεια.
Τόσο ώστε συνειδητοποιώ πως- δε νιώθεις τι κάνεις αλήθεια.
Δεν είσαι αυτό που δείχνεις. Πόσο θα αντέξεις να δίνεσαι; Δεν είσαι γενναία.
Ο τρόπος σου μαρτυρεί παρόρμηση. Άγνοια κινδύνου. Προσποίηση. Υποκρισία.
Το κατάλαβα. Ή πάλι ίσως. Δεν ξέρω πώς…
Είναι ανόητο. Έχεις ανάγκη να αγαπιέσαι. Να αγαπάς.
Αγαπάς… Με αγαπάς επειδή, φοβάσαι.
Εγώ δεν είμαι σκληρός. Δειλός δεν είμαι εγώ.
Εγώ γεννήθηκα γενναίος. Ελεύθερος. Αυτάρκης.
Αν πράγματι με αγαπάς, άσε με να φύγω.
Να προσέχεις.
Μακάρι να ήξερες… Εγώ… Δεν μπορώ.
Εσύ… Μακάρι να ήταν όλα αλλιώς.
Πρόσεχε. Αντίο.»

Η νύχτα για εκείνον θα κυλήσει δυσοίωνη. Με επίγνωση της ατολμίας του, της ανικανότητας να αγαπήσει, να αγαπηθεί, να ευτυχήσει. Η επόμενη μέρα θα αποκαλύψει σε εκείνην το μάταιο της προσπάθειας να δώσεις στον άλλον όσα δεν αντέχει. Όσα ποτέ δε γνώρισε. Όσα φοβάται.

Δεν μπορεί η αγάπη να γεφυρώσει όλες τις αποστάσεις. Πλάνη της ψυχολογίας, που οδηγεί σε αδιέξοδα. Δεν είναι ο έρωτας ανίκητος σε κάθε μάχη. Πλάνη του νου, που οδηγεί την τραγωδία σε κορύφωση. Το αδιάτρητο σκοτάδι αποκαλύπτει ενίοτε την αλήθεια το ίδιο αποτελεσματικά με το άπλετο φως.

Η Ποίηση όμως δε γνωρίζει από πλάνη. Κάθε αδιέξοδο, κάθε τραγική κορύφωση, στην Ποίηση ανοίγει νέους δρόμους, οδηγεί στη λύτρωση. Και λένε, πως εκείνη έγινε ποιήτρια…

Συντάκτης: Πετράννα Ανθεαράκη