Τον είδες στο τραπέζι. Καθόταν με την παρέα σου όταν έφτασες. Σας σύστησαν κι απ’ το πρώτο βλέμμα σου ‘κανε καλή εντύπωση. Όσο τον γνώριζες, γινόταν ακόμη καλύτερη. Ίσως να βοήθησαν τα μάτια του, το ζεστό του χαμόγελο και το αψεγάδιαστο στιλ του. Η κουβέντα κυλούσε αβίαστα κι ένιωσες ένα σκίρτημα όταν το διαλύσατε. Ούτε που ‘χες καταλάβει πότε πήγε τρεις!
Την επόμενη μέρα στο γραφείο έπιανες τον εαυτό σου να ονειροπολεί και να φαντάζεται βλέμματα, πλεγμένα δάχτυλα και πρωινά στο κρεβάτι. Έπειτα από κάποιες μέρες ξαναβρεθήκατε με την παρέα κι η αναπνοή σου σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα μόλις τον είδες να μπαίνει στο μπαρ. Αυτό ήταν. Την είχες πατήσει κι επισήμως. Και πάλι πιάσατε την κουβέντα και πάλι μιλούσατε όλο το βράδυ. Όλα ήταν υπέροχα κι ένιωθες σαν έφηβη που θέλει να γράψει στο «αγαπημένο της ημερολόγιο».
Και τότε μπαίνει αυτή. Ο χειρότερός σου εφιάλτης. Όχι απαραίτητα όμορφη, αλλά με τύπο και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ξέρει τι θέλει και πώς να το αποκτήσει. Τους συστήνουν. Μα καλά, αυτήν ποιος την κάλεσε; Του μιλάει και τον κοιτάζει λάγνα και τους βλέπεις που ανταλλάσσουν τηλέφωνα.
Η βραδιά τελειώνει κι εσύ γυρνάς σπίτι. Το ξημέρωμα σε βρίσκει να κάθεσαι στον καναπέ αποσβολωμένη, με μάτια διάπλατα ανοιχτά, αδυνατώντας να χωνέψεις αυτό που έγινε. Κάποια στιγμή σε παίρνει ο ύπνος με τα ρούχα στον καναπέ. Ξυπνάς με την ίδια σκέψη κολλημένη στο μυαλό σου κι όσο περνάνε οι μέρες σε τρώει η αγωνία.
Επιτέλους έρχεται η μέρα που θα βρεθείς ξανά με την ίδια παρέα. Ετοιμάζεσαι, γίνεσαι μια κουκλίτσα και πας στο μπαρ πριν απ’ την ώρα σου, γιατί διαφορετικά θα φας τα νύχια σου και κρίμα το μανικιούρ που το πλήρωσες ένα σκασμό λεφτά. Περνάει η ώρα κι αυτός πουθενά.
Μιλάς χλιαρά με μια τύπισσα που δεν την πολυγνωρίζεις και χαμογελάς ανόρεχτα όταν χαμογελάει κι αυτή κουνώντας το κεφάλι σου, ενώ στην πραγματικότητα δεν ακούς λέξη απ’ όσα λέει, γιατί το μυαλό σου είναι σ’ εκείνον.
Τότε βλέπεις τη φιγούρα του στο βάθος, να πλησιάζει με το θεϊκό του χαμόγελο. Η καρδιά σου δουλεύει υπερωρίες και τον κοιτάς έτοιμη να λιώσεις, ώσπου πετάγεται από πίσω του αυτή! Νιώθεις παράλυση. Ήρθαν μαζί. Αυτό ήταν. Τον κέρδισε αυτή!
Η τύπισσα συνεχίζει να σου μιλάει, αλλά ο ήχος έχει μπει στο mute κι εσύ στην αυτόματη λειτουργία. Παίρνεις όπως-όπως το τσαντάκι σου, μουρμουρίζεις μια δικαιολογία και φτάνεις αλαφιασμένη σπίτι σου, έχοντας περπατήσει εννέα χιλιόμετρα με ψηλοτάκουνα. Απ’ το σοκ δε νιώθεις πόνο, όσο κι αν δεινοπάθησε το μικρό σου δαχτυλάκι.
Τουλάχιστον αύριο που θα περάσουν οι παρενέργειες του σοκ, θα ‘χεις ν’ ασχοληθείς και με τις φουσκάλες στα πόδια σου, πέρα απ’ την απογοήτευση. Κι ίσως την επόμενη φορά που κάποιος κούκλος βρεθεί στο δρόμο σου, ν’ αποφασίσεις να γίνεις πιο διεκδικητική και να ζητήσεις εσύ πρώτη το τηλέφωνό του. Δεν είναι ντροπή.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Βαή: Ιωάννα Κακούρη