Κυκλοφορούν ανάμεσά μας κάποιοι άνθρωποι που δε νιώθουν άνετα να μεταφέρουν τους χαιρετισμούς που στέλνει κάποιος σε κάποιον άλλον, κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής τους συνομιλίας. Δεν το αποφεύγουν, έχοντας ως απώτερο σκοπό να τους κρατήσουν σε απόσταση, αλλά επειδή νιώθουν άβολα με τη διαδικασία. Σκέφτονται πως όποιος ενδιαφέρεται να χαιρετήσει κάποιον μπορεί να το κάνει απευθείας κι όχι δι’ αντιπροσώπου. Η όλη διαδικασία τους φαίνεται κρύα και ψεύτικη και δε θέλουν να γίνουν φορείς μιας τέτοιας υποκρισίας. Διότι τους περνά απ’ το μυαλό πως αν υπήρχε ειλικρινές ενδιαφέρον δε θα είχε δημιουργηθεί αυτή η απόσταση εξ αρχής.
Αν τους χωρίζουν χιλιόμετρα, υπάρχουν τόσοι τρόποι να έρθουν σε επικοινωνία. Η χιλιομετρική απόσταση δεν αποτελεί πλέον δικαιολογία. Αν πάλι μένουν εντός σχεδίου πόλεως, εκεί πολύ εύκολα μπορούν να βρουν μια ώρα που βολεύει αμφότερες τις πλευρές και να χαιρετηθούν από κοντά. Όσο κι αν τους πνίγουν οι δουλειές, δεν μπορεί, κάποια ώρα θα ξεκλέψουν. Εκτός κι αν δεν τους ενδιαφέρει πραγματικά. Οπότε, σκέφτεται κι ο άλλος τι με βάζουν τώρα να κάνω το μεσάζοντα στις κοινωνικές τους υποχρεώσεις; Ειδικά αν πρόκειται γι’ απλούς γνωστούς, δε βρίσκει κανένα λόγο να μεταφέρει τα χαιρετίσματά του σε κάποιον τον οποίο ο συνομιλητής του καλά-καλά δε γνωρίζει.
Κάπως έτσι ο χαιρετισμός δε θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του κι ο εν δυνάμει παραλήπτης δε θα έχει την παραμικρή ιδέα για το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος και τη διάθεση του αποστολέα. Όμως έτσι η μεταξύ τους απόσταση θα μεγαλώσει, αντί να διατηρηθεί τουλάχιστον στα ίδια επίπεδα. Και κάποιες φορές είναι στ’ αλήθεια πολύ κρίμα.
Διότι δεν είναι όλα τα χαιρετίσματα απλώς τυποποιημένα λόγια. Δεν πρόκειται πάντα για μια τυπική πράξη ευγένειας ή για μια κούφια συνήθεια. Πολλές φορές κλείνουν μέσα τους όλη τη συμπάθεια που τρέφει κανείς για τον άλλον κι όλη την επιθυμία του να έρθει σ’ επαφή μαζί του, έστω και μέσω τρίτου. Είναι η ανάγκη που έχουμε να στείλουμε στον άλλον το μήνυμα ότι τον σκεφτόμαστε ευχάριστα κι ότι μας έχει λείψει. Αυτή η μικρή φρασούλα «Δώσε τα χαιρετίσματά μου!» είναι πολύ τρυφερή όταν ο αποστολέας τα εννοεί και τα στέλνει με την καρδιά του.
Πόση χαρά θα νιώσει κάποιος όταν ακούσει πως ο τάδε του στέλνει τους χαιρετισμούς του! Αν υπάρχει αμοιβαία συμπάθεια, το πρόσωπο αυτού που δέχεται τα χαιρετίσματα θα λάμψει, όπως έλαμψε και το πρόσωπο του αποστολέα την ώρα που έμαθε ότι είναι παρών στο τηλεφώνημα κι αποφάσισε αυθόρμητα να του στείλει ένα μήνυμα και να εκφράσει μ’ αυτόν τον τρόπο τη φιλική του διάθεση.
Γιατί, κακά τα ψέματα, μας έχουν όντως φάει οι ριμάδες οι υποχρεώσεις. Δεν προλαβαίνουμε να ξυθούμε, η μέρα μας είναι μια ατέρμονη κούρσα ταχύτητας με αντίπαλο το ρολόι κι από την κούραση δεν έχουμε την ενέργεια ούτε να περιποιηθούμε τον εαυτό μας όπως του αξίζει. Πώς να βρεθεί ο χρόνος για να συναντηθούμε μ’ όλους αυτούς που πραγματικά συμπαθούμε; Κάποιοι θα μείνουν παραπονεμένοι.
Ελπίζουμε κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον να βρεθούμε έστω και για λίγη ώρα και να μοιραστούμε τα νέα μας από κοντά. Ως τότε θα συμβιβαζόμαστε με τα τηλεφωνικά ραβασάκια και θα βασιζόμαστε στην καλή διάθεση του συνομιλητή μας να διαβιβάσει το ενδιαφέρον μας στους άλλους. Είναι μεγάλη η ευχαρίστηση που νιώθει κανείς μοιράζοντας χαμόγελα, έστω κι από μακριά. Γιατί τελικά αυτή η μικρή τηλεφωνική συνήθεια κρύβει μεγάλη τρυφερότητα και γλύκα, όταν την εννοούμε.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Βαή: Ιωάννα Κακούρη