Ότι κάνουμε ό,τι μας καπνίσει είναι γνωστό. Ότι δεν τηρούμε τους νόμους, θεωρούμε ότι οι κανόνες ισχύουν μόνο για τους άλλους και ψάχνουμε τρόπο να τη σκαπουλάρουμε έτσι και μας πιάσουν, είναι επίσης γνωστό. Κάποιες φορές, όμως, η μη τήρηση των κανόνων μπορεί ν’ αποβεί μοιραία, αλλά ούτε τότε ιδρώνει τ’ αφτί μας.
Αυτή η κοσμοθεωρία χαρακτηρίζει και την οδηγική μας συμπεριφορά, αφού φερόμαστε λες και μας ανήκει ο δρόμος. Όποιος δεν οδηγεί σύμφωνα με τα γούστα μας είναι ηλίθιος, τρώει το βρισίδι του, παίρνει και μια μούντζα για παράσημο και τραβάει τη ρότα του.
Αντιμετωπίζουμε τους υπόλοιπους οδηγούς σαν εμπόδια κι όχι σαν ανθρώπους που κι εκείνοι πηγαίνουν στη δουλειά τους. Μας καθυστερούν, μας ενοχλούν, παίρνουν τη θέση στην οποία θέλαμε να παρκάρουμε και περνούν το φανάρι, αφήνοντας μας πίσω ν’ αφρίζουμε που αυτός πρόλαβε κι εμείς όχι. Έτσι πεισμώνουμε και περνάμε με βαθύ μπρορδοροδοκόκκινο, αδιαφορώντας αν την ίδια στιγμή έχει ανάψει πράσινο για τους πεζούς ή όσους θέλουν να στρίψουν κάθετα στο δρόμο μας.
Τρέχουμε να προλάβουμε· το φανάρι, τη δουλειά, το σούπερ μάρκετ, το ραντεβού. Πατάμε γκάζι, δίχως να σκεφτόμαστε αν είμαστε σε στενό, αν δίπλα έχει σχολείο ή παιδική χαρά, αν διασχίζει τη διάβαση πεζός. Είναι να τρελαίνεσαι όταν βλέπεις πεζό να περνάει απέναντι κι έναν καραγκιόζη οδηγό να μην κόβει ταχύτητα. Δηλαδή τι θα κερδίσεις αν τον τρομάξεις και τρέξει να γλυτώσει απ’ τις ρόδες σου; Σε πληροφορώ πως αν πιστεύεις ότι έτσι δείχνεις πως έχεις εξουσία, μόνο και μόνο επειδή κρατάς ένα τιμόνι στα χέρια σου, τιμόνι κρατούν κι εκατοντάδες άλλοι, δεν έχεις τα πρωτεία. Το μόνο που καταφέρνεις είναι να δείξεις πόσο μικρόψυχος είσαι.
Κι εκείνη η μικρή ξενόφερτη λεξούλα μέσα στο μοναδικό οκτάγωνο κόκκινο πλαίσιο σημαίνει «Σταμάτα!». Ακόμη κι αν κάποιος δεν είναι γνώστης της αγγλικής, τη σημασία του STOP τη μαθαίνει τουλάχιστον όταν διαβάζει για σήματα -αν δεν τα πέρασε κι αυτά με μέσο. Με το να μην ελέγχουμε αν έρχεται αυτοκίνητο, παρά να περνάμε λες κι έχουμε προτεραιότητα, εκτός απ’ το να δείχνουμε γι’ ακόμη μια φορά το κόμπλεξ κατωτερότητας που μας χαρακτηρίζει, υπάρχει περίπτωση να προκαλέσουμε ατύχημα.
Βγαίνοντας σε περιφερειακούς δρόμους κι εθνικές οδούς, όπου τα κοντέρ σημειώνουν τριψήφια νούμερα, τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα, ακριβώς λόγω των υψηλών ταχυτήτων. Όταν φτάνεις και ξεπερνάς τα 120 χιλιόμετρα πόσο σίγουρος είσαι ότι θα προλάβεις να φρενάρεις ή ν’ αντιδράσεις σε περίπτωση ανάγκης, όπως αν πεταχτεί ένα ζώο στο δρόμο ή αν συμβεί κάτι στο προπορευόμενο όχημα; Αλλά εδώ πιάνουμε τέτοιες ταχύτητες εντός πόλεως, το εκτός θα μας σταματήσει;
Επικίνδυνο, όμως, είναι και το να πηγαίνουμε με 40 στην αριστερή λωρίδα. Μάθετε πως η δεξιά λωρίδα δεν είναι ταμπού. Αν θέλεις να πας αργά, να πας δεξιά. Μη μας σβήσει κι η μηχανή όμως. Γιατί όσο τρομακτικό είναι να περνάει ο άλλος σφαίρα από δίπλα σου, άλλο τόσο είναι να κινδυνεύεις να πέσουν όλοι πάνω σου, επειδή κάποιος δεν μπορεί να διατηρήσει μια φυσιολογική ταχύτητα.
Και τα αλάρμ δεν είναι φωτορυθμικά να τ’ ανάβουμε όταν ακούμε το αγαπημένο μας μπιτάκι. Τα χρησιμοποιούμε για να ενημερώσουμε τους οδηγούς που έπονται ότι σκοπεύουμε ν’ ακινητοποιήσουμε το όχημα. Όχι να κοκκαλώνουμε ξαφνικά κι ο πίσω να φρενάρει δύο εκατοστά πριν φιληθούν οι προφυλακτήρες μας. Αν προλάβει. Γιατί αν δεν προλάβει, θα έχετε την ευκαιρία να γνωριστείτε· εσείς, η τροχαία κι οι ασφαλιστικές.
Σε άλλα λαμπάκια, πάμε στα φλας. Συχνάζουν κάπου πίσω απ’ το τιμόνι σου και δουλειά τους είναι να ενημερώνουν για την αλλαγή πορείας, είτε στρίψεις στο επόμενο στενό, είτε συναντήσεις εμπόδιο και θέλεις να βγεις λίγο στη διπλανή λωρίδα, ή να προσπεράσεις. Το διδάσκουν κι αυτό στις σχολές.
Αν πάλι ακούσεις ασθενοφόρο να κορνάρει, δεν το κάνει γιατί κέρδισε η ομαδάρα στο ποδόσφαιρο, αλλά επειδή κάποιος χαροπαλεύει και το πυροσβεστικό όχημα, εκείνο το μεγάλο, το κόκκινο με τις σκάλες και τη μάνικα, έχει να σβήσει μια φωτιά. Οπότε καλά θα κάνεις να τραβηχτείς στην άκρη χωρίς πολλά-πολλά κι όχι να βρεις ευκαιρία να περάσεις μαζί του στα μουλωχτά.
Και την προέκταση του χεριού μας, καλό είναι να μην την αγγίζουμε όσο οδηγούμε. Αν θέλουμε να μιλήσουμε, να σταματήσουμε στην άκρη. Αλλιώς ας χάσουμε μια κλήση, θα μιλήσουμε μετά. Και το να διαβάζει ή να στέλνει κανείς μήνυμα είναι ό,τι πιο ανόητο μπορεί να κάνει. Λίγα δευτερόλεπτα αρκούν για να χάσουμε επαφή και να μη λειτουργήσουν τ’ αντανακλαστικά μας εγκαίρως.
Όσο για το ποτό, το «ένα ποτηράκι ακόμη» επειδή δε νιώθουμε λιάρδα, δε σημαίνει ότι δε θα μειώσει το χρόνο αντίδρασής μας στα ερεθίσματα. Ή πίνε ή οδήγα. Και τα δυο μαζί δεν πάνε.
Κι αν δε νοιάζεσαι για τη δική σου ζωή, οι άλλοι δε σου φταίνε να τους πάρεις παραμάζωμα. Επίσης πάντα κάποιος περιμένει να γυρίσουμε. Ας σκεφτούμε λίγο αυτούς κι ίσως προτιμήσουμε να χάσουμε δέκα λεπτά παρά ολόκληρη ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη