Κάποτε ήμασταν μικροί κι όταν οι γονείς μας έρχονταν να μας πάρουν απ’ το σχολείο, τους διηγούμασταν απνευστί όλα όσα συνέβησαν μέσα στη μέρα μας. Στο δρόμο για το σπίτι και πριν ακόμη καθίσουμε στο μεσημεριανό τραπέζι είχαν μάθει το καθετί. Δεν είχε σημασία πόσο σοβαρά ήταν τα γεγονότα. Απ’ τον Κωστάκη που μας έσπρωξε μέχρι την Ελενίτσα που έσπασε το μολύβι της την ώρα που ζωγραφίζαμε, όλα έπρεπε να τους τα πούμε, δίχως ν’ αφήσουμε την παραμικρή λεπτομέρεια εκτός.
Έτσι οι γονείς μας γνώριζαν τα πάντα για τη ζωή μας, ακόμη κι αν πολλές ώρες τις περνούσαμε χωριστά. Ήταν δική μας ανάγκη να μοιραζόμαστε κάθε εμπειρία μας μαζί τους. Ήταν ο κόσμος μας όλος κι η ασφάλειά μας.
Μεγαλώνοντας όμως, τα πράγματα σταδιακά άλλαξαν. Αρχίσαμε να γινόμαστε πιο ανεξάρτητοι και δεν είχαμε ανάγκη την προστασία κανενός. Ήρθε η εφηβεία και μαζί της οι βόλτες, τα μυστικά, οι έρωτες και φυσικά τα νεύρα. Όχι μόνο δε λέγαμε τίποτα στους γονείς μας, αλλά απομακρυνόμασταν και περνούσαμε μαζί τους όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο.
Όσο περισσότερο προσπαθούσαν να μας πλησιάσουν, τόσο εκνευριζόμασταν και κλεινόμασταν στο δωμάτιό μας, αφήνοντάς τους αντιμέτωπους με μια κλειστή πόρτα και την ανησυχία μονίμως στην καρδιά τους. Δεν ήξεραν πλέον τίποτα για μας. Κάθε προσπάθειά τους να μας προσεγγίσουν έπεφτε στο κενό κι εμείς φεύγαμε ακόμη πιο μακριά.
Η στενοχώρια που τους προκαλούσαμε είναι απερίγραπτη καθώς ένιωθαν πως χάνουν τα παιδιά τους, μην ξέροντας πώς να βάλουν φρένο σε αυτή την απομάκρυνση. Μπροστά στην ορμή της εφηβείας στέκονταν αμήχανοι κι αισθάνονταν ανήμποροι.
Ύστερα ήρθε η ενηλικίωση κι οι σπουδές. Ίσως το όνειρό μας πραγματοποιήθηκε και σπουδάσαμε ελεύθεροι σε άλλη πόλη, οπότε η απόσταση αυξήθηκε και κυριολεκτικά, ίσως μείναμε στη δική μας. Όμως κι έτσι να έγινε, το σπίτι χρησίμευε μόνο για τα βασικά: φαγητό και ύπνο. Και πάλι οι γονείς μας στέκονταν απλοί θεατές της συνεχούς απουσίας μας.
Η παρουσία μας στο σπίτι ήταν συνώνυμο της προετοιμασίας μας για έξοδο. Τηλεφωνήματα, μηνύματα, ώρες στο laptop και τα social media. Η οικογένειά μας σαν να μην υπήρχε κι εμείς να κανονίζουμε την έξοδό μας στον κόσμο. Όσες φορές κι αν προσπάθησαν να μας προσεγγίσουν, έπεσαν και πάλι σε τοίχο και κάθε φορά η σύγκρουση ήταν σφοδρή κι άφηνε τα σημάδια της.
Ώσπου ήρθε η πολυπόθητη μετακόμιση. Είτε μόνοι, είτε με συγκάτοικο, ήμασταν αυτόνομοι και κανείς δε θα μας κυνηγούσε πια στα σκαλιά για να πάρουμε το ζακετάκι μας ούτε θα ξεροστάλιαζε στο μπαλκόνι ώσπου να ξημερώσει και να επιστρέψουμε σπίτι απ’ τη βραδινή μας έξοδο.
Πόσο περίεργο είναι που όσο μεγαλώνουμε οι γονείς μας δεν ξέρουν τίποτα για εμάς κι όσα συμβαίνουν στη ζωή μας. Στην προσπάθειά μας να ανεξαρτητοποιηθούμε, έχουμε αποξενωθεί απ’ τους ανθρώπους που μας αγαπούν περισσότερο στον κόσμο. Επειδή δε θέλουμε να μπερδεύονται και να μας συμβουλεύουν χωρίς να τους το ζητήσουμε, δεν τους λέμε πια κουβέντα.
Ως παιδιά όταν χτυπούσαμε τρέχαμε στους γονείς μας για παρηγοριά. Τώρα, όταν πληγωθούμε στρεφόμαστε στους φίλους μας, στο ποτό και στο ανούσιο σεξ της μιας βραδιάς. Είμαστε μεγάλοι πια και δε χρειαζόμαστε γονείς. Θα τα βγάλουμε πέρα και μόνοι μας.
Όμως εκείνοι περιμένουν να χωθούμε πάλι στην αγκαλιά τους όπως παλιά και να μας πουν ότι όλα θα είναι εντάξει. Νομίζουμε ότι δεν τους έχουμε ανάγκη, αλλά το χάδι τους συνεχίζει να είναι θεραπευτικό. Δεν τους χρειαζόμαστε όπως τότε που ήμασταν παιδιά, αλλά δεν παύουν να είναι οι γονείς μας, που θα μας σταθούν σε ό,τι μας συμβεί.
Πολλές φορές, στις ολιγόλεπτες επισκέψεις μας στο πατρικό μας, καταλαβαίνουν ότι κάτι τρέχει, αλλά διστάζουν να ρωτήσουν, φοβούμενοι πως θα τους αποπάρουμε για μια ακόμη φορά. Περιμένουν να τους ανοιχτούμε για να μας βοηθήσουν και να αισθανθούν και πάλι χρήσιμοι, να νιώσουν ότι είναι ακόμη γονείς.
Έχουμε ακόμη χρόνο για ν’ αλλάξουμε την κατάσταση. Μια συζήτηση ανάμεσα σε ενήλικες, όπου θα τους εξηγήσουμε τι είναι αυτό που μας διώχνει, θα έχει κάποια αποτελέσματα. Είναι ευκαιρία να μας μιλήσουν κι εκείνοι για το πώς νιώθουν.
Κανείς γονιός δε θέλει να τον βλέπει το παιδί του σαν ξένο. Η απομόνωση τους πονάει. Θα χρειαστεί χρόνος για να δημιουργηθούν οι νέες ισορροπίες, όμως με προσπάθεια κι απ’ τις δύο πλευρές, θα είμαστε και πάλι οικογένεια.
Τότε θα θυμηθούμε πόση ζεστασιά προσφέρει το παλιό μας σπίτι και θα μπορούμε να χαλαρώνουμε και να δεχόμαστε τη φροντίδα τους. Ε κι αν καμιά φορά ξεχνούν πως τα χρόνια πέρασαν και μας βλέπουν σαν τον μπόμπιρα που έπαιρναν από το σχολείο, τι πειράζει; Θα τους το υπενθυμίζουμε εμείς. Σημασία έχει να μη χάσουμε άλλο χρόνο.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Βαή: Πωλίνα Πανέρη