Είναι μια από εκείνες τις μέρες που δε θέλεις να δεις άνθρωπο. Όλο το πρωί έτρεχες για αγγαρείες που σου ρούφηξαν όλη σου την ενέργεια. Αν προσθέσεις και το χθεσινοβραδινό πάρτι που συνεπάγεται μπόλικο αλκοόλ κι ελάχιστες ώρες ύπνου, το μόνο που χρειάζεσαι είναι να φτάσεις σπίτι με τηλεμεταφορά και να ταβλιαστείς ως το επόμενο πρωί.

Νιώθεις απίστευτη κούραση κι η όψη σου θυμίζει ζόμπι. Το πρόσωπό σου έχει τη χλωμάδα του νεκρού, ο μαύρος κύκλος μοιάζει να έχει τη διάμετρο της Γης κι αν στύψεις τα μαλλιά σου άνετα τηγανίζεις αβγό. Κοινώς, δεν έχεις αυτό που λέμε περιποιημένη εμφάνιση. Όσον αφορά την ενδυμασία δεν το συζητώ. Φόρεσες ό,τι άρπαξε το χέρι σου μέσα στο μισοσκόταδο κι έφυγες, διότι στις επτά το πρωί που σηκώθηκες το μάτι σου δεν είχε ανοίξει ακόμη.

Στο δρόμο για το σπίτι συνειδητοποιείς ότι το στομάχι σου παίζει βιολί, αφού έχεις να φας από χθες τ’ απόγευμα. Σ’ αυτή την κατάσταση δεν παίζει να μαγειρέψεις ούτε λασπωμένα μακαρόνια, οπότε μπαίνεις σ’ ένα φαστφουντάδικο να καταπολεμήσεις την πείνα σου με μπόλικους υδατάνθρακες βουτηγμένους σε κορεσμένα λιπαρά.

Την ώρα που καταβροχθίζεις με λαιμαργία το burger σου κι έχεις πασαλείψει τα δάχτυλά σου με σως, δεν μπορείς να πιστέψεις πως ήρθε η στιγμή που τόσο καιρό περίμενες. Πίσω απ’ τον πύργο με τις πατάτες ξεπροβάλει το πρόσωπο που προσδοκούσες να δεις κάθε μέρα τους τελευταίους μήνες.

Περίμενες το λεωφορείο στη στάση και φανταζόσουν ότι περνούσε με τ’ αμάξι και σε ρωτούσε αν ήθελες να σε πετάξει κάπου. Περπατούσες σε πολυσύχναστους δρόμους κι έψαχνες ανάμεσα στους περαστικούς. Έβγαινες για καφέ και κοιτούσες μήπως καθόταν στα γύρω τραπέζια. Έπινες ποτό και νόμιζες πως έμπαινε στο μπαρ. Όλη αυτή η αναμονή έλαβε πια τέλος. Έφτασε η ώρα της πολυπόθητης συνάντησης. Το μαρτύριο τελειώνει.

Για ν’ αρχίσει ένα νέο μαρτύριο. Απ’ όλα τα μέρη βρεθήκατε εδώ. Απ’ όλες τις μέρες βρεθήκατε αυτή τη ζόρικη μέρα. Μ’ αυτή την άθλια εμφάνιση. Με τη σάλτσα να στάζει απ’ τα δάχτυλά σου και τα χείλη σου λαδωμένα. Τι αστείο είναι τώρα αυτό; Τι ειρωνεία της ζωής;

Ούτε τα χέρια δε δώσατε – πάλι καλά. «Τι κάνεις;» ήταν το μόνο που είπε κι εσύ ψέλλισες ένα πνιγμένο «καλά» μέσα από τ’ απομεινάρια της μπουκιάς σου. Έμεινες να κοιτάς σαν να ζούσες σε παράλληλο σύμπαν. Πήρε όσα παρήγγειλε κι έφυγε. Σου κούνησε μόνο το κεφάλι γι’ αντίο κι εσύ χαμογέλασες σφιγμένα, από φόβο μήπως έχει κολλήσει τίποτα στα δόντια σου και ξεφτιλιστείς περισσότερο.

Πανωλεθρία. Όλες οι προετοιμασίες για το τι θα πεις όταν βρεθείτε και πώς θα το παίξεις «όλα καλά, δεν τρέχει τίποτα, η ζωή μου πάει μια χαρά χωρίς εσένα, τα ‘χω καταφέρει περίφημα» πήγαν στράφι.

Οι φαντασιώσεις σου σχετικά με το τι θα φοράς, πόσο ωραία θα μυρίζει τ’ άρωμά σου και πόση αυτοπεποίθηση θα αποπνέεις, ώστε να το μετανιώσει που σε παράτησε και να σε παρακαλάει να γυρίσεις κι εσύ να λες «Δεν ξέρω, είμαι πολύ καλά, δεν ξέρω αν σε χρειάζομαι στη ζωή μου, περνάω τέλεια» έμειναν στη σφαίρα του φανταστικού.

Το πιθανότερο είναι να έχει γίνει το ακριβώς αντίθετο. Να σκέφτηκε ότι πήρε τη σωστή απόφαση και πολύ καλά έκανε που το διέκοψε το θεματάκι. Άσε που μπορεί και να ένιωσε λύπηση για την κατάντια σου – ακόμη χειρότερα δηλαδή. Λες να νομίζει ότι από τότε που χωρίσατε έχεις παραμελήσει εντελώς την εμφάνισή σου, δεν προσέχεις καθόλου τον εαυτό σου και γι’ ανακούφιση κι αυτοτιμωρία τρέφεσαι αποκλειστικά με comfort food;

Έζησες μια καταστροφή. Οι πιθανότητες να ήταν χειρότερες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες θα συναντιόσασταν είναι μηδαμινές. Η περίπτωση επανασύνδεσης μετά από τέτοιο φιάσκο είναι ανύπαρκτες. Για τους επόμενους μήνες θα σε βασανίζει αυτό που συνέβη. Θα το θυμάσαι και θα πονάς. Θα θέλεις να κοπανήσεις το κεφάλι σου στο Σινικό Τείχος.

Ελπίζεις όμως κάπου μέσα σου πως θα ‘ρθει μια μέρα που θα ‘σαι πραγματικά καλά κι η ανάμνηση αυτής της άτυχης συνάντησης θα σε κάνει να γελάς δυνατά, χωρίς ίχνος αυτολύπησης.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Βαή: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Βαή