Δεν πήγαινε άλλο, το καταλάβαινες κι εσύ. Το τελευταίο διάστημα η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει. Απλώς συνυπήρχαμε· δυο άνθρωποι που μοιράζονταν το ίδιο σπίτι. Οι σχέσεις μας γίνονταν όλο και πιο τυπικές κι αιωρούνταν συνεχώς ανάμεσά μας αυτή η αίσθηση πως κάτι έλειπε, κάτι είχε χαθεί.
Δε σε ένιωθα πια κοντά μου. Δεν κοιταζόμασταν στα μάτια. Γυρνούσαμε απ’ τη δουλειά και δε δίναμε ούτε ένα πεταχτό φιλί. Είχαμε να ειδωθούμε ολόκληρη μέρα και δεν αποζητούσαμε το άγγιγμα.
Αλήθεια, πόσο καιρό συνέβαινε αυτό; Δεν ξέρω πόσες μέρες ή εβδομάδες πέρασαν ώσπου να αντιληφθώ την έλλειψη επαφής. Απλώς κινούμασταν στον ίδιο χώρο. Τρώγαμε, βλέπαμε τηλεόραση και χανόμασταν, ο καθένας στις δικές του σκέψεις. Πέφταμε στο κρεβάτι διαφορετικές ώρες, χωρίς ν’ αγκαλιαστούμε μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, όπως κάναμε όταν νιώθαμε την αγάπη να γεμίζει το δωμάτιο.
Δεν ξέρω αν το χειρότερο ήταν η απόσταση, που ολοένα μεγάλωνε ή που δε σε άντεχα πια δίπλα μου. Έμπαινες στο σπίτι κι εκνευριζόμουν με το που άκουγα το κλειδί στην πόρτα. Νευρίαζα και μόνο που υπήρχες. Η παρουσία σου μου προκαλούσε ένταση.
Ούτε εσύ είχες πλέον τις ίδιες αντοχές. Θύμωνες με πράγματα που παλιά δε λογάριαζες. Το παραμικρό γινόταν αφορμή για καβγά. Δεν έδειχνες καμία ανοχή σε ό,τι αφορούσε τα ελαττώματά μου. Βαθιά μέσα μου πιστεύω πως είχαμε καταλάβει ότι ο χρόνος μας τελείωνε κι αυτό που κάναμε ήταν να προετοιμάζουμε το έδαφος για να έρθει ομαλότερα ο χωρισμός.
Γιατί ποια αιτία να βρεις για να δικαιολογήσεις το κακό, όταν γνωστοί και φίλοι θα σε ρωτάνε γιατί χωρίσαμε; Πώς να εξηγήσεις ότι απλώς τελείωσε, όταν ανέκαθεν δείχναμε –κι ήμασταν– ένα αγαπημένο ζευγάρι, χωρίς ουσιαστικά προβλήματα; Τι κρατάει μαζί τους ανθρώπους; Πότε ξεκίνησε το μαράζωμα της σχέσης μας; Ποτέ δε θα μάθω. Αλλά το αποδέχτηκα, όπως έκανες κι εσύ.
Δεν είναι ότι δε στεναχωριέμαι για το χωρισμό μας. Με πονάει και μου λείπεις, γιατί σ’ αγάπησα πολύ κι όταν έφυγες ήταν σαν να δέχτηκα μια σφαίρα στην καρδιά μου που τη νέκρωσε και μου άφησε μια τρύπα στο στήθος. Δε νιώθω τίποτε. Δεν μπορώ ούτε να κλάψω· πλήρης άρνηση της κατάστασης. Όμως η στενοχώρια είναι εκεί και φέρνει κάθε μέρα τη θλίψη στα μάτια μου.
Δε με πειράζει που έμεινα χωρίς σύντροφο, αλλά με πονάει που δε σε βλέπω, που δε μοιραζόμαστε όλα εκείνα που μόνο εμείς ξέραμε κι όλα αυτά που δεν έχω φανερώσει σ’ άλλον άνθρωπο.
Είναι λυπηρό που μαζί με τη σχέση μας, πέθαναν κι οι κοινές, μικρές καθημερινές μας συνήθειες. Είναι το πιο παράξενο πράγμα στον κόσμο που δε θα ξυπνήσουμε μαζί την Κυριακή, να μου φτιάξεις pancakes κι εγώ να ετοιμάσω γαλλικό καφέ.
Κανείς δε θα μου πιάνει το χέρι όταν με πιάσουν οι ανασφάλειές μου και την επόμενη φορά που θ’ αρρωστήσω, θα την περάσω χωρίς εσένα να κάνεις τον καραγκιόζη για να χαμογελάσω. Ούτε εγώ θα σου σταθώ στα δύσκολα και δε θα σου τονώσω την αυτοπεποίθηση πριν πας σε συνέντευξη για δουλειά.
Ποιος θα μου λέει τόσο γλυκά εκείνο το «Σκουπίσου, ρε!» όταν τρώω τυρόπιτα και γεμίζω ψίχουλα και ποιος θα με μαλώνει από ενδιαφέρον όταν δε με προσέχω; Ήδη μου λείπουν οι βόλτες μας στην παραλία και που μετά μου έτριβες τα πόδια για να χαλαρώσω.
Αλλά πιο πολύ μου λείπουν όλες εκείνες οι στιγμές που μας έπιανε η βλακεία μας και κάναμε παλαβομάρες σαν παιδιά, που σταματούσαμε να γελάμε μόνο όταν οι κοιλιακοί μας πονούσαν τόσο απ’ το γέλιο που δεν αντέχαμε άλλο. Γελούσαμε με τα ίδια πράγματα κι είχαμε τον κώδικά μας. Γι’ αυτό λυπάμαι περισσότερο, που έχασα αυτές τις στιγμές που δε θα ξανάρθουν. Γιατί έφυγες κι έχασα τον καλύτερό μου φίλο.
Επιτέλους κλαίω, γιατί ξέρω πόσο δύσκολο ήταν να βρω κάποιον σαν εσένα, να τον εμπιστευτώ και να του αφήνομαι. Με τρομάζει που λύθηκε ένας τέτοιος δεσμός, γιατί τότε δεν ξέρω ποιος δεσμός μπορεί να κρατήσει.
Όταν ξαναβρώ την καρδιά μου, θα έχεις μια θέση σ’ αυτή που θα την κρατήσεις για πάντα· τη θέση του καλύτερου φίλου που είχα ποτέ κι είναι η πιο σημαντική που μπορεί να έχει κανείς. Όπου κι αν είσαι, θέλω να είσαι καλά. Κι αν δε σε ξαναδώ, δε θα σε ξεχάσω. Ελπίζω να με θυμάσαι κι εσύ με αγάπη.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Βαή: Πωλίνα Πανέρη