Ακόμη ένα βράδυ από εκείνα τα ξενυχτισμένα. Πλημμυρισμένος από σκέψεις κι ερωτήματα χωρίς απαντήσεις. Αναζητώντας γι’ ακόμη μια φορά αυτό το κάτι διαφορετικό, που το μέσα μου επίμονα μου φωνάζει πως κάπου υπάρχει. Το μυαλό, δεν άργησε να παίξει καρέ-καρέ τις αναμνήσεις που ξεθωριασμένες ξεπρόβαλαν.
Εκείνη τη νύχτα που γυρνούσα κουρασμένος από τη βόλτα μου στο κέντρο, στην κεντρική πλατεία, μαζεμένος κόσμος κι ήχοι από μια ταξιδιάρα μουσική. Πλησίασα κοντά και τότε σε είδα. Χόρευες με ανεμελιά υπό τον ήχο των οργάνων κι ο κόσμος γύρω σου απλά σε θαύμαζε. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Πώς μπορείς άλλωστε να μη θαυμάσεις τον ερωτισμό που σου εκπέμπει ένας άνθρωπος που εκφράζεται τόσο έντονα στους ρυθμούς του δρόμου.
Αυτό ήταν μόνο η αρχή όμως. Θυμήθηκα κι άλλα πολλά ταξίδια που κάναμε μαζί. Σε συζητήσεις βαθιές κι ατελείωτες που μόνο το δικό σου μυαλό μπορούσε να συλλάβει. Ο τρόπος που μιλούσες, οι σκέψεις και οι ιδέες σου, είχαν κάτι το γοητευτικό. Μπορούσες να συνεπάρεις κάθε ακροατή μ’ αυτήν την επαναστατική σου αύρα. Οι ευκαιρίες που άρπαζες για κάθε τι νέο κι άγνωστο, με τραβούσαν κοντά σου στην τρέλα. Όπως εκείνο το βράδυ που η συναυλία διακόπηκε άρον-άρον από την κακοκαιρία. Είχαν φύγει σχεδόν όλοι όταν με τράβηξες από το χέρι και χορεύαμε τραγουδώντας κάτω από τη βροχή. Μια τρελή κι αλήτισσα ψυχή που ζούσε την κάθε στιγμή. Από εκείνες τις ψυχές που όλοι ψάχνουν να βρουν κι εγώ την είχα βρει.
Το γέλιο σου ακουγόταν παντού. Το ίδιο και το κλάμα σου. Όλα τα συναισθήματα έντονα. Δε φοβόσουν να τσαλακωθείς στα μάτια του κόσμου. Σαν μια τσιγγάνα ψυχή που τριγυρνά εδώ κι εκεί γεμάτη πάθος κι ελευθερία. Έκανες πάντα αυτό που πρόσταζε το μέσα σου χωρίς να σε νοιάζει τίποτε άλλο. Κάθε φορά που εξιστορούσες τα ταξίδια και τις περιπέτειες σου, έκανες τους πάντες να σε ακολουθούν. Να θέλουν να πάρουν λίγη από την αύρα σου και να μοιάσουν έστω για λίγο στον άνθρωπο που διακαώς αναζητούσαν.
Έναν άνθρωπο που δε φοβάται να επιτεθεί στο άδικο με πάθος κι αναρχία. Που διασκεδάζει μέχρι το πρωί μεθυσμένος από ποτό και χαρά στα πάρτι και λίγο αργότερα μοιράζεται το σάντουιτς με τον νηστικό τύπο που κάθεται μόνος στα σκαλιά της γωνίας. Τόσες και τόσες αναμνήσεις από εκείνο το ελεύθερο πνεύμα. Θυμήθηκα τότε που σιγοτραγουδούσαμε στην αμμουδιά με την κιθάρα αγκαλιά. Σηκώθηκες ξαφνικά, πέταξες τα ρούχα σου και το γυμνό σου κορμί βυθίστηκε στη θάλασσα κι όλοι σε κοιτούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν ξέρεις πόσο ζήλεψα εκείνη τη στιγμή. Αυτό το αίσθημα ελευθερίας που αποτυπώθηκε σε μια μόνο κίνηση κι ήταν αξιοζήλευτο. Σε θαύμαζα και σε ζήλευα πολύ. Ακόμη σε θαυμάζω. Όπως εκείνη τη μέρα που μπήκαμε στο τρένο χωρίς προορισμό. Για μένα ήταν κάτι παρορμητικό και παράλογο. Για σένα, μία ακόμη μεγάλη βόλτα. Γιατί πάντα αυτό έκανες ψυχή μου. Βόλταρες ανάμεσα στις στιγμές της ζωής ξέγνοιαστη και αφημένη στην ευτυχία.
Είχες μια ψυχή ανώριμη σαν μικρού παιδιού και ταυτόχρονα τόσο ώριμη. Πώς να ξεχάσω άλλωστε τότε που τρέχαμε χαράματα χτυπώντας τα κουδούνια της γειτονιάς και το γέλιο σου μας πρόδιδε. Άλλη μια βόλτα σε μέρη μικρών και μεγάλων που εσύ μου έμαθες. Τη μαγεία που μου χάρισες γνωρίζοντας ανθρώπους που λίγοι καταφέρνουν να γνωρίσουν. Στιγμές και συναισθήματα που μου έμαθες βλέποντάς σε.
Το μυαλό μου δεν ξέχασε ποτέ τις αναμνήσεις που μου χάρισε εκείνη η ψυχή που ξεχώριζε από όλους κι απ’ όλα. Το πρόσωπό σου όμως είχε σβηστεί από τη μνήμη μου. Πίεζα τον εαυτό μου να θυμηθεί, μα δεν τα κατάφερνα. Δεν μπορούσα να φέρω την εικόνα σου μπροστά στα μάτια μου. Έσπευσα και πάλι κάτω από το νερό της βρύσης όπως τόσες και τόσες φορές, ψάχνοντας τη λύση. Δια μαγείας η λύση απεικονίστηκε μπροστά μου μόλις κοίταξα στον καθρέφτη. Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Δεν είχε φύγει ποτέ. Πάντα εκεί, πιστό, να περιμένει. Ήταν το πρόσωπο του καθρέφτη που για ακόμη μια φορά μου έδωσε όλες τις απαντήσεις.
Να μη ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι ή ποιος θέλεις να γίνεις. Ζήσε ελεύθερα και με πάθος για όσα σου αρέσουν κι αγαπάς. Γέλα, κλάψε, χόρεψε, ταξίδεψε, νιώσε. Κάνε κάθε τι που θα έκανε εκείνη η ελεύθερη κι αλήτισσα ψυχή. Γιατί μερικές φορές, τα πάντα βρίσκονται εκεί. Στη φιγούρα του καθρέφτη σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου