Αν υπάρχει μια εποχή που όλοι μας λησμονούμε, δεν είναι άλλη από εκείνη των παιδικών μας χρόνων. Είναι εκείνες οι αξέχαστες στιγμές με τους φίλους μας και το ατελείωτο παιχνίδι. Αναμνήσεις που αναπολείς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Σήμερα, θα κάνουμε αυτό το ταξίδι πίσω στον χρόνο. Εκεί, όπου οι έγνοιες και τα προβλήματα δεν είχαν χώρο. Εκεί, όπου θα θέλαμε να ζήσουμε ξανά έστω για μία μέρα.
Τότε, που βγαίναμε με τους φίλους μας και γυρνούσαμε από γειτονιά σε γειτονιά για να μαζέψουμε και τους υπόλοιπους της μεγάλης παιδικής παρέας. Δε βαριόμασταν ποτέ το παιχνίδι. Πεινασμένοι, διψασμένοι και ακούραστοι, μέχρι να ακούσουμε τις φωνές της μάνας από το μπαλκόνι: «Γρήγορα σπίτι, το φαγητό είναι έτοιμο».
Ένα ολόκληρο 24ωρο δε μας έφτανε για να παίξουμε όλα αυτά τα παιχνίδια. Κρυφτό, κυνηγητό, αγαλματάκια ακούνητα κ.α. Κανένα, όμως, δε συγκρινόταν με τα παιχνίδια που είχαν ως πρωταγωνιστή την μπάλα. Βουτάγαμε στην άσφαλτο ή στο χώμα για να πιάσουμε τα μήλα. Τρέχαμε σαν παλαβοί ώστε να μην κολλήσουμε τις γνωστές «ψείρες» με το πέταγμα της μπάλας στον αέρα. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει, όμως, το ιερότερο παιχνίδι. Εκείνο όπου κάθε παιδί μεταμορφωνόταν στο είδωλο που έβλεπε στην τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο της αλάνας. Εκεί όπου όλοι οι αστέρες του ποδοσφαίρου είχαν παιδικές φωνές και ήταν αδιάφοροι για την ήττα.
Θυμάστε; Περιμέναμε πίσω από την πόρτα κοιτώντας το ρολόι μέχρι να πάει 5, και ξεχυνόμασταν στους δρόμους. Συνήθως οι δύο πρώτοι που έφταναν στο «γήπεδο», χωρίζονταν και διάλεγαν παίκτες εναλλάξ για να σχηματιστούν οι δύο ομάδες. Δεν υπήρχαν κανόνες ή καθορισμένη ώρα για τη λήξη του παιχνιδιού. Ο αγώνας τελείωνε όταν έπεφτε η νύχτα, αν και πολλές φορές συνεχίζαμε μες στα σκοτάδια και ας μη βλέπαμε, αρκεί να μην τελείωνε ποτέ η μεγάλη μας χαρά για το κυνήγι της μπάλας.
Η λαχτάρα που είχαμε, ήταν κάθε μέρα το ίδιο μεγάλη. Δε χρειαζόμασταν καν γήπεδο. Δύο σχολικές τσάντες, μια πέτρα ή μια κολόνα, έφταναν για να παραστήσουν το τέρμα και να φτιαχτεί φανταστικά μπροστά μας η μεγάλη ποδοσφαιρική αρένα. Διάλεγε ο καθένας μας τον αγαπημένο του παίκτη και οι παιδικές ψυχές μας, πίστευαν πως όντως ήμασταν εκείνοι οι μεγάλοι stars, την ώρα που παίζαμε. Μάλιστα πολλοί από εμάς, έπαιρναν τις λευκές φανέλες που μας φορούσαν μέσα από τα ρούχα οι μανάδες μας και έγραφαν με ό,τι έβρισκαν στην πλάτη, τον αριθμό και το όνομα του παίκτη που τους αντιστοιχούσε.
Το κάθε γκολ πανηγυριζόταν λες και κατακτούσαμε κάποιον επαγγελματικό τίτλο. Ήταν παιδική κραυγή χαράς. Το εντυπωσιακότερο όλων, βέβαια, ήταν πως ενώ για ώρες ήμασταν αντίπαλοι και κλοτσούσαμε ο ένας τον άλλον, στο τέλος του παιχνιδιού γινόμασταν όλοι μια αγκαλιά. Πάντα το μεγαλείο κρυβόταν στις ψυχές των παιδιών. Η μόνη μας ανάγκη και σκέψη, ήταν η ώρα που θα παίρναμε στα χέρια την μπάλα και θα συναντούσαμε τους φίλους μας για ένα ακόμη μαγικό παιχνίδι.
Τα παιχνίδια που μας έκαναν δώρο σε γενέθλια και γιορτές ήταν πολλά. Σίγουρα, όμως, δεν μπορείς να ξεχάσεις την πρώτη σου μπάλα. Τα μάτια μας γυάλιζαν στην πρώτη επαφή μαζί της. Μπορώ να πω πως αναπτυσσόταν ένας έρωτας ανάμεσά μας. Δεν την αφήναμε ποτέ. Ακόμα κι όταν έχανε τη λάμψη της και σκιζόταν από την πολλή χρήση, παρέμενε κειμήλιο σε μια γωνιά του σπιτιού.
Κανείς δε θα ξεχάσει το ποδόσφαιρο στις αλάνες, ούτε και οι γείτονες γύρω από αυτές, που μας κυνηγούσαν και μας φώναζαν επειδή είχαμε καταστρέψει τον κήπο τους. Ούτε η δύσμοιρη μάνα, που έπλενε καθημερινά τα λασπωμένα ρούχα μας και μας κατσάδιαζε που για ακόμη μία φορά γυρνούσαμε σπίτι λερωμένοι και με ματωμένα γόνατα. Μεγαλώνοντας, αν και οι υποχρεώσεις από τα μαθήματα και τα φροντιστήρια μάς περιόριζαν, συνεχίζαμε να βρισκόμαστε με τους φίλους μας για να παίξουμε, προσπαθώντας να κρατήσουμε τον δεσμό της αλάνας.
Και κάπου εδώ, η μηχανή του χρόνου μας φέρνει και πάλι στο σήμερα. Μεγάλοι πια και χαμένοι αναμεταξύ μας. Άλλοι με οικογένειες, άλλοι με καριέρα και γενικά με υποχρεώσεις που μόνο οι μεγάλοι έχουν. Η μεγάλη μας αγάπη αποτυπώνεται μόνο στα κουτιά των τηλεοράσεων και μας βρίσκουν πολλές φορές να ζηλεύουμε εκείνους που κλωτσάνε την μπάλα και δεν είμαστε εμείς αυτοί που παίζουν στη θέση τους.
Μην ξεχνάς, όμως, πως υπάρχει ακόμα η πρώτη εκείνη μπάλα να σε περιμένει, καταχωνιασμένη και ξεφλουδισμένη στη γωνιά που την είχες αφήσει. Άνοιξε την αποθήκη και βγάλε την έξω ξανά. Δώσε της ζωή κι εκείνη θα δώσει ξανά για λίγο πνοή στις παιδικές αναμνήσεις σου. Πάρε το παιδί σου από το χέρι και πήγαινε να του δείξεις τι γινόταν παλιά. Μάζεψε τους παλιούς ή τους νέους σου φίλους και δώστε ραντεβού στο γνωστό μέρος. Ξέχνα για λίγο τις δυσκολίες και τα σημάδια της ενήλικης ζωής και θυμήσου με καμάρι τα σημάδια που είχες στα γόνατα όσο ήσουν παιδί.
Γιατί όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο λαμπερά κι αν είναι τα φώτα του ποδοσφαίρου που χαζεύεις με τις ώρες στα γήπεδα, τίποτα δε θα συγκρίνεται με εκείνο το αληθινό και δυνατό συναίσθημα. Το ποδόσφαιρο της αλάνας.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα