Όλα ξεκινάνε με ένα άκυρο τηλεφώνημα. Αυτή η κλήση του κολλητού που βαριέται και σε ψήνει για κανένα ποτάκι. Άγαμη μέρα λες, σιγά μην έχει κόσμο κι άλλες τέτοιες δικαιολογίες για να μη βγεις.
Να σε ενημερώσω λοιπόν πως κάπως έτσι, απλά, σεμνά και ταπεινά σκάνε μύτη απ’ το πουθενά οι πιο αξέχαστες βραδιές. Εκείνες που θυμάσαι πάντα και που θα εξιστορείς για χρόνια. Αυτές οι νύχτες όμως θέλουν γερό μεθύσι κι όχι χλιαρά ξεσαλώματα.
Πρέπει να πιεις μέχρι εκεί που δεν πάει, να γνωρίζεις ότι δεν αντέχει άλλο το κορμί σου, ότι πλέον το αλκοόλ έχει περάσει σε κάθε κύτταρό σου. Γιατί δε θεωρείται μεθύσι με όλες τις τιμές αν δε σε έχει κυριεύσει ολοκληρωτικά το αλκοόλ, αν δεν πράττεις χωρίς καμία λογική και σκέψη.
Γιατί αν και δεν παίζει να θυμάσαι όλη τη συνέχεια της βραδιάς, αυτή η αίσθηση ελευθερίας που σου προσφέρει η μέθη, πάντα μένει εκεί και το επόμενο πρωί και βασικά αυτή είναι που μένει για πάντα.
Ας επανέλθουμε όμως στα συστατικά της αξιοπρεπέστατης ξεφτίλας ενός μεθυσιού (φυσικά δεν είναι κάθε μέρα γιορτή, θέλει και μέτρο το χόμπι).
Δε νοείται λοιπόν ξεφτίλα αν δεν παραδοθείς ολοκληρωτικά σε αυτή την παραζάλη, αν δε γίνεις άλλος άνθρωπος και κυρίως αν δεν ξυπνήσεις σε ξένο σπίτι. Τότε που ξαφνικά χάνεις τον κόσμο, τότε που απορείς με τον ίδιο σου τον εαυτό για την κατάσταση αυτή. Δεν ξέρεις πραγματικά τι σου γίνεται, δεν μπορείς να σηκωθείς καν απ’ το κρεβάτι –αν βρίσκεσαι δηλαδή και σε κρεβάτι–, όλα γύρω σου γυρίζουν, αλλά κάτι δε σου κολλάει. Κάτι δε σου μοιάζει γνώριμο, βασικά τίποτα δε σου μοιάζει γνώριμο.
Τότε επέρχεται μια στιγμή, ένα λεπτό ή ακόμα και μερικά δευτερόλεπτα κατά τα οποία σκάνε μνήμες της βραδιάς που πέρασε. Σαν κινηματογραφικά καρέ έρχονται οι εικόνες στο μυαλό σου, τόσο γρήγορα και φεύγουν με την ίδια ταχύητητα. Το ποσό ήπιες, με ποιους έπινες, τι έπινες και γιατί έπινες. Ε ναι λοιπόν, εκείνη είναι η στιγμή που πιάνεις το κεφάλι σου από ντροπή και βρίζεις από μέσα σου. Βρίζεις γιατί μετάνιωσες για την ξεφτίλα σου ενώ ταυτόχρονα γουστάρεις κάπως.
Κάπου εκεί πρέπει να κάνεις ένα κουράγιο για το δρόμο της ντροπής, την επιστροφή αυτή απ’ το ξένο αυτό περιβάλλον στο σπίτι σου. Το δρόμο που νομίζεις ότι όλοι σε κοιτάνε και σε κρίνουν. Τη στιγμή που γυρνάς με τα ίδια ρούχα, αχτένιστος και νιώθεις πιο βρόμικος από ποτέ κι όχι μόνο εξωτερικά, αλλά κι εσωτερικά.
Δεν ξέρεις αν έχεις λεφτά, ψάχνεις τα κλειδιά σου, πολλές φορές δε θυμάσαι καν αν σου ανήκει κάτι κι αν όντως κουβαλούσες υπάρχοντα μαζί σου. Το μόνο πράγμα που σε ενδιαφέρει είναι να φτάσεις στο χώρο σου να νιώσεις προστασία και να παραδοθείς, μετά από ένα μπάνιο, στον ύπνο.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση μεθύσια τέτοιου βεληνεκούς, θέλουν κότσια και πολλές φορές μειωμένες αναστολές για να μπορέσεις να αντέξεις και προφανώς δεν είναι για πολλές επαναλήψεις. Αυτά λοιπόν είναι για να γίνονται σπάνια και πάντα σου χαρίζουν αξιομνημόνευτες ιστορίες.
Απλά να θυμάσαι, αν όλες οι βραδιές είναι αξέχαστες, τότε καμιά βραδιά δεν είναι πραγματικά αξέχαστη.
Επιμέλεια Κειμένου Θεοδόσιου Ραβανού: Πωλίνα Πανέρη