Ξέρεις κάτι; Σε ήθελα πολύ και σε θέλω ακόμα και θα συνεχίσω όσο μπορώ κι όσο αντέχω. Δε γνωρίζω ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη όταν με είδες, δεν μπορώ να ξέρω την αντίδρασή σου ούτε πώς γυρνάνε μέσα στο μυαλό σου οι εικόνες. Δεν μπόρεσα όμως ποτέ να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου. Ναι, απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα να χαμογελάς, την πρώτη στιγμή που σε έκανα να γελάσεις, ήξερα πως το τέλος μου ήτανε κοντά.
Ένιωθα το κάψιμο αυτό να έρχεται, ξέρεις ποιο; Αυτό της καψούρας, του πόθου και μιας λαχταράς που όποιος προσπάθησε να προσπεράσει, κάηκε αργά και βασανιστικά. Δεν έχω βρει άλλον τρόπο να το περιγράψω, πέραν του ότι ερωτεύτηκα. Ερωτεύτηκα εσένα, τα μάτια σου και την παιδικότητα του προσώπου σου, τον τρόπο που μιλάς γρήγορα και μπερδεύεσαι γιατί απλά θέλεις να πεις όλα όσα νιώθεις, ερωτεύτηκα τα πάντα σου. Ήσουν κι είσαι η καψούρα μου.
Μια καψούρα άπιαστη, απρόσιτη, μια καψούρα με προστατευτικά τείχη που δύσκολα πέφτουν. Κι εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, θα με καταλάβεις μόνο αν σου έχει τύχει ποτέ μία καψούρα εμφανώς μονόπλευρη. Να γουστάρεις τόσο πολύ, αλλά να μην μπορείς να καταλάβεις αν σε θέλει ή όχι. Να σε μπερδεύουν οι κινήσεις, να σε παίζει με σκωτσέζικα ντους, απ’ το κρύο στη ζέστη κι απ’ τα ψηλά στα χαμηλά. Να σου δίνει σημασία οπότε νιώθει ότι χρειάζεται και να γεμίζεις όνειρα. Να γελά μαζί σου και να σου μιλά γλύκα κι άλλες φορές απότομα γιατί φοβάται. Να μην έχει εμπιστοσύνη σε όσα επιλέγει και να φοβάται μην πέσει πάλι έξω.
Περίμενα όμως, και περίμενα πολύ. Έκανα υπομονή μέχρι να νιώσεις έτοιμη. Να με εμπιστευτείς αρκετά και να μου ανοιχτείς. Να μου μιλήσεις χωρίς να φοβάσαι τίποτα και να με αφήσεις να σου δείξω ποιος πραγματικά είμαι, να με μάθεις και να δεις πως δεν είχα άδικο που πίστευα σε εμάς, που υπέμεινα και δε σταμάτησα να προσπαθώ για ένα μέλλον κοινό.
Άξιζε, καρδιά, μου κι αν με ρωτήσεις αξίζει ακόμα, γιατί η στιγμή αυτή που επιτέλους αγκαλιάζεις τον άνθρωπο που αποζητάς σαν τρελός, που νιώθεις το άγγιγμα αυτό που τόσο καιρό λαχταρούσες και προσπαθούσες να κερδίσεις, είναι απερίγραπτη.
Μια στιγμή λύτρωσης κι ευτυχίας άνευ προηγουμένου. Είναι μοναδικό το φιλί αυτό της υπομονής. Γεμίζει το μυαλό σου με μια ευτυχία και μια αδρεναλίνη που η γεύση του σε ταξιδεύει. Δε σου μένει τίποτα άλλο πέρα από συναίσθημα. Δεν υπάρχουν άλλες εικόνες στο μυαλό σου εκείνη τη στιγμή πέρα από αυτή τη γεύση. Η γεύση απ’ τα χείλη αυτά και την ανάσα που τόσο καιρό φανταζόσουν στο μυαλό σου μα δεν άγγιζαν ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα.
Θαρρείς κι ο χρόνος σταμάτησε εκείνη τη στιγμή μόνο και μόνο για σε αντικρίσει και να θαυμάσει την ευτυχία σου. Πως όλα γύρω σώπασαν για να ακουστεί πιο δυνατά από ποτέ ο κρότος του φιλιού αυτού. Ενός φιλιού που αντιπροσωπεύει το θάρρος του υπομονετικού και το φόβο αυτού που πετάει τις άμυνες κι ενδίδει τελικά στον πειρασμό.
Αυτά είναι τα συναισθήματα που κατακλύζουν τη στιγμή αυτή∙ ευτυχία, αδρεναλίνη και λύτρωση απ’ τη μία, φόβος, ενδοιασμός και κρυφή λαχτάρα απ’ την άλλη. Αυτά είναι τα συστατικά για μια συνταγή τόσο απλή, αλλά και τόσο εξεζητημένη όπως αυτού του φιλιού. Του φιλιού της προσμονής και της δικαίωσης.
Δικαίωση για αυτόν που ποτέ δε σταμάτησε να πιστεύει και να ονειρεύεται, αυτού που προσπάθησε για την καψούρα του και τον έρωτά του. Ξεκίνα να μαγειρεύεις, δικέ μου, γιατί η συνταγή αυτή θέλει κουράγιο κι υπομονή.
Επιμέλεια Κειμένου Θεοδόσιου Ραβανού: Πωλίνα Πανέρη