Και τη βαλίτσα ετοίμασες και τους φίλους σου χαιρέτησες και το δεκάλογο της μάνας σου άκουσες. Ήρθε η ώρα να φύγεις δικέ μου, να φύγεις για δουλειά και διασκέδαση. Γιατί, άλλωστε, αυτό θέλει η ζωή τα καλοκαίρια στην Ελλάδα μας, δουλειά και διασκέδαση.

Σε μια απ’ τις ωραιότερες εποχές της ζωής σου επιβάλλεται να ζήσεις την τρέλα αυτή και την ανεμελιά του να δουλεύεις μακριά απ’ το σπίτι σου τους μήνες του καλοκαιριού, ή όπως λένε κι αυτοί του χώρου, να δουλεύεις σεζόν. Βέβαια, να φύγεις για δουλειά μια ολόκληρη σεζόν προϋποθέτει και τις ανάλογες θυσίες.

Σίγουρα θα είσαι μόνος σου, σίγουρα θα κουράζεσαι και προπάντων δε θα έχεις τους φίλους σου. Δε θα βρίσκεται εκεί η μανούλα σου να σε ταΐζει και να σου πλένει τα ρούχα, θα μάθεις για τα καλά τι πάει να πει πλύσιμο στο χέρι και πιτόγυρο εφτά μέρες την εβδομάδα. Συν του ότι δε θα έχεις τους φίλους σου να μοιράζεσαι τον πόνο σου.

Μην τρέμεις, λοιπόν, νέε και μην πολύ παιδεύεσαι και φίλους θα κάνεις και καλά θα περάσεις. Άλλωστε, δεν έχουν άδικο αυτοί που λένε ότι οι συνάδελφοί σου σε τέτοιες περιόδους είναι ή μάλλον γίνονται τα αδέρφια που άφησες πίσω.

Δεν ξέρω πως μπορεί και με ποιον μαγικό τρόπο συμβαίνει, αλλά είναι μοναδικό το δέσιμο που δημιουργείται ανάμεσα σε σένα και στους καλοκαιρινούς συναδέλφους σου. Άτομα τα οποία μπορεί να μην προσέγγιζες ποτέ, παιδιά που θα ήθελες να προσεγγίσεις, χαρακτήρες τόσο παράταιροι με το δικό σου ή  τόσο ίδιοι. Κι όμως, κουμπώνετε σαν παρέα και περνάτε αξέχαστα.

Ίσως πάλι, να φταίει η καθημερινή τριβή που δημιουργεί τέτοιους δεσμούς, αν το καλοσκεφτείς όμως, η τριβή δεν είναι αυτή που φέρνει τις σχέσεις σε ρήξη; Αλλού είναι το θέμα δικέ μου.

Ο άνθρωπος και δη ο νέος στις εποχές που ζούμε, της καταπίεσης και του δηθενισμού, των πολλών προσδοκιών και του υπέρμετρου άγχους, όταν φεύγει το καλοκαίρι είναι πιο χαλαρός κι ανάλαφρος. Δεν κοιτάζει τις λεπτομέρειες, ούτε κολλάει σε καταστάσεις. Ζει ελεύθερα κι απολαμβάνει τα πάντα, χωρίς υπερανάλυση. Αυτό σε δένει με τέτοιους ανθρώπους, το γεγονός ότι ο χρόνος κυλά διαφορετικά το καλοκαίρι και πάντοτε θα κυλά διαφορετικά.

Είναι πάντοτε εκεί ν’ ακούσουν τα παράπονα σου για τη δουλειά και να σε εκλογικεύσουν, όταν χρειάζεται. Σε ζούνε καθημερινά και σε μαθαίνουν, γιατί πρέπει, αλλά συνάμα θέλουν κιόλας. Μαζί τους πίνεις και γλεντάς μετά από δεκάωρα δουλειάς. Μαζί τους γελάς τα βράδια που το μαγαζί κλείνει και πίνετε μπίρες στο μπαλκόνι. Πάντοτε οι κουβέντες σας έχουν νόημα, διότι δε γνωρίζεστε κι οι ιστορίες του καθενός πέφτουν άφθονες στη ροή της συζήτησης.

Δεν ήταν εκεί όταν μεγάλωνες, οπότε ακόμη κι η χιλιοειπωμένη σου ιστορία απ’ το Γυμνάσιο γι’ αυτούς φαντάζει αστεία και πρωτόγνωρη. Θέλουν να σε ζήσουν και να χαρούν απ’ τη χαρά σου. Μην ξεχνάς πως αυτοί ήταν εκεί, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και πήρες το πτυχίο σου κι αυτοί ήταν εκεί ν’ ακούσουν τα όνειρά σου για το χειμώνα. Έχει άλλη γλύκα η γνωριμία μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Θυμίζει εποχές άλλες, τότε, που ήμασταν παιδιά κι αλλάζοντας γειτονιά, γνωρίζαμε καινούριους φίλους.

Αυτό να κρατήσεις, αυτή την αθωότητα και την παιδικότητα που κρύβετε πίσω απ’ όλα αυτά. Και να θυμάσαι πως μερικές απ’ τις πιο ισχυρές φιλίες χτίστηκαν πάνω σε καλοκαιρινές σεζόν κι άδεια κουτάκια από μπίρες. 

 

Επιμέλεια κειμένου Θεοδόσιου Ραβανού: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Θεοδόσιος Ραβανός