Αγάπησες σε μένα αυτά που πάντα εγώ μισούσα, αγάπησες αυτόν τον εαυτό που πάντα προσπαθούσα να κρύψω από τούς άλλους, λάτρεψες κάθε δικιά μου αναποδιά και κάθε συμπεριφορά παράξενη, κάθε μανία μου για το διαφορετικό και το πάντα μα πάντα σωστό, το τέλειο.
Με έβλεπες να σηκώνομαι από το κρεβάτι να δω αν κλείδωσα την πόρτα πέντε φορές μέσα στο βράδυ, με έβλεπες να κλείνω συνεχώς τα φώτα σαν μανιακός όταν φεύγαμε απ’ το δωμάτιο και να τα ανοίγω πάντα όταν ερχόμασταν, έλεγχα πάντα τις μπαλκονόπορτες και κοιτούσα συνεχώς το πατάκι της εξώπορτας να είναι στη θέση του.
Φρόντιζα πάντα να υπάρχει κάτι να πιείς όταν γυρίσεις απ’ τη δουλειά και γινόμουν μανιακός σε ό,τι είχε να κάνει με σένα. Έβλεπες έναν άνθρωπο αγχωτικό και μανιώδη με εμμονές περίεργες και κόμπλεξ υπερβολικά, μια μορφή παράξενη για κάποιους, όχι όμως για σένα.
Έτσι μου έλεγες, ότι για σένα ήμουν σαν ένας γλυκός εξωγήινος που με έναν τρόπο περίεργο λάτρευες να χαζεύεις και να περνάς την ώρα σου μαζί του. Κι αγάπησα λοιπόν αυτό που εσύ μου έδωσες και πίστεψα πως βρήκα επιτέλους κάποιον για να γίνομαι μπροστά του ο εαυτός μου, να ξεμπροστιάζομαι αλλά να χαίρομαι με αυτό, να γουστάρω που μπορώ να γίνω κυνικός και ψυχωτικός χωρίς να σκέφτομαι τι θα πει ο κόσμος. Ανοίχτηκα, αποφάσισα να δώσω χώρο σε κάποιον να με δει από μέσα, να ζήσει από κοντά τον παράξενο άνθρωπο που κρύβω.
Μα έφυγες και πλέον όλα αυτά είναι ανούσια χωρίς εσένα. Δεν έχει ουσία να γίνομαι εγώ για μένα, γινόμουν εγώ για σένα και μ’ άρεσε. Εγώ ήδη με ξέρω κι εσύ ζητούσες να με μάθεις. Και ξέρεις κάτι;
Πλέον αφήνω πάντα τα φώτα ανοιχτά και τώρα πια δεν κλειδώνω ούτε σηκώνομαι να δω αν είναι κανείς απ’ έξω, τώρα πια δεν έχει νόημα το πατάκι να είναι στη θέση του, ούτε να υπάρχει κρασί στο ψυγείο. Τώρα πια δεν είσαι εδώ.
Τώρα πια είμαι μόνος μου ξανά, εγώ κι ο παράξενος εαυτός μου, εγώ κι ένα κομμάτι μου να βρομάει ξεμπρόστιασμα, γιατί αποφάσισα ο ηλίθιος να ανοίξω κάπου τον εαυτό μου, να νιώσω έναν άνθρωπο δικό μου. Μα χάλασα και σπίλωσα αυτό που κρατούσα μέσα μου. Τέτοια λάθη δεν πρέπει να γίνονται.
Και ξέρεις κάτι; Τώρα πια δε σε θέλω εγώ. Δε γουστάρω να ακούω καν ότι υπάρχεις, δε θέλω να ξαναδώ ποτέ το χαμόγελο σου, αυτό της ψευτιάς και της υποκρισίας, ένα χαμόγελο που δεν αξίζει στη μαυρίλα της ψυχής σου. Δε σε γουστάρω πια. Γιατί θα μου έπεφτε πολύ λίγη η ανθρωπιά σου και θα μου έκανε κακό.
Κακό σε μένα, που έκανα τα πάντα για σένα και με άδειασες. Μου άφησες όμως ένα καλό κατάλοιπο, να μην αγαπώ απ’ την αρχή κανέναν, να μη βιάζομαι να αισθανθώ ούτε να δίνομαι ως άνθρωπος και να πάψω να λειτουργώ δίχως σκέψη παρά μόνο με συναίσθημα. Πλέον δε θέλω να σε ξαναδώ, ούτε εσένα, ούτε το βλέμμα σου το μαύρο, ούτε να ακούω τη φωνή σου, τώρα πια με έκανες να σε μισώ και να μη σε θέλω εγώ.
Φύγε και ζήσε αυτό που εσύ λες ζωή με άτομα σαν εσένα, μίζερους ανθρώπους με κακία μπόλικη και ψευτιά κρυμμένη στο μανίκι. Φύγε μονάχα μακριά μου και μείνε εκεί, στο περιθώριο.
Δε σε γουστάρω πια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη