Γενιές και γενιές έχουν γίνει μάρτυρες μητέρων που δεν επέτρεψαν να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που τις συνέδεε με τα παιδιά τους. Μητέρες που επιμένουν να τα καθοδηγούν και να τα ελέγχουν, ακόμα και όταν αυτά είναι πλέον ενήλικες.
Η ατάκα «όσο και να μεγαλώσει το παιδί μου, στα μάτια μου θα είναι ένα μωρό», έχει ειπωθεί από χιλιάδες στόματα και έχει αποτυπωθεί στη συνείδησή μας ως κάτι φυσιολογικό και δικαιολογημένο. Κι εάν παρέμενε ως μια γλυκιά σκέψη στο μυαλό τους, τότε δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν η σκέψη γίνεται πράξη. Και θύματα φυσικά είναι τα παιδιά.
Πρόκειται για τη γνωστή προσκόλληση, τον μακροχρόνιο δηλαδή συναισθηματικό δεσμό που δημιουργείται ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί. Οι μητέρες που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία είναι σχεδόν αδύνατον να το αντιληφθούν, άρα και να το αντιμετωπίσουν. Οι ειδικοί αναφέρουν ότι συνήθως η συνειδητοποίηση γίνεται όταν είναι ενήλικα τα παιδιά, όταν δηλαδή είναι πια πολύ αργά.
Σύμφωνα με τον J. Bowlby, η υγιής συμπεριφορά της προσκόλλησης, εκφράζεται από τον 7ο μήνα έως τα 2 χρόνια της ζωής του παιδιού και έχει διπλή λειτουργία. Της προστασίας, με την έννοια της ασφάλειας που προσφέρει η μητέρα, έτοιμη να υπερασπισθεί το ευάλωτο παιδί και της κοινωνικοποίησης, όπου η προσκόλληση μεταφέρεται σταδιακά από τη μητέρα στους κοντινούς ανθρώπους, στο ευρύτερο περιβάλλον και στη συνέχεια σε μεγαλύτερες ομάδες.
Συμβαίνει, λοιπόν, μετά τα 2 χρόνια του παιδιού, να εξακολουθεί να υφίσταται η προσκόλληση σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής του, μέχρι την ενηλικίωση. Τότε, σε μικρή ηλικία, μπορεί να εμφανίσει νευρικότητα εάν βρίσκεται μακριά από τη μητέρα του, έντονο στρες, άρνηση ένταξης σε ομάδες, δυσκολία λήψης αποφάσεων χωρίς την έγκριση της μητέρας, διατροφικές διαταραχές και κατάθλιψη. Ως ενήλικας, μπορεί να δυσκολεύεται να συνάψει υγιείς σχέσεις, ερωτικές ή φιλικές, να μην εμπιστεύεται τους ανθρώπους ή να μην παίρνει μόνος του αποφάσεις.
Δυστυχώς, πολλές μητέρες, ακόμα και στη σημερινή εποχή, παρουσιάζουν σε μεγάλη συχνότητα προφίλ προσκόλλησης με τα παιδιά τους και αυτό κυρίως οφείλεται στον φόβο και την υπερπροστατευτικότητα. Φοβούνται πως τα παιδιά δε θα τα καταφέρουν και αναλαμβάνουν εκείνες να διευκολύνουν τη ζωή τους στα πάντα. Και τελικά αυτό που πετυχαίνουν είναι να μεγαλώνουν άβουλα, φοβισμένα, θυμωμένα και χωρίς αυτοπεποίθηση άτομα. Ιδανικά θα έπρεπε να τα αναθρέψουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα εμπιστεύονται σταδιακά. Λιγότερο στη σχολική ηλικία, περισσότερο στην εφηβική και μετά απόλυτα. Παραδόξως, ανακατεύονται σ’ όλες φάσεις της ζωής των παιδιών τους, ακόμα και όταν αυτά δημιουργήσουν δική τους οικογένεια.
Παρακολουθούν πού και πώς αφιερώνουν ή διαχειρίζονται τον χρόνο τους, τι παρέες κάνουν, πού πηγαίνουν, αν διάβασαν, τι θα σπουδάσουν, πόσα μαθήματα χρωστάνε στο πανεπιστήμιο, επεμβαίνουν στις απόψεις, στον τρόπο που ντύνονται, στη διατροφή τους, στην επιλογή των συντρόφων τους και στη γενικότερη συμπεριφορά τους. Στην πραγματικότητα, αυτό που «λένε» στα παιδιά τους είναι να παραμείνουν νήπια για να μπορούν εκείνες να είναι αιώνια οι φύλακες άγγελοί τους. Θέλουν να αισθάνονται χρήσιμες, να αυτοπροσδιορίζονται μέσα από τον γονεϊκό τους ρόλο, αφοσιώνονται σ’ αυτόν και αρνούνται να απεξαρτηθούν. Αργότερα, ανακατεύονται στο μεγάλωμα των εγγονών τους, γιατί θεωρούν τα παιδιά τους ανίκανους γονείς. Επιπλέον, αποζητούν τη μόνιμη συντροφιά των παιδιών τους, θέλουν να επικοινωνούν καθημερινά και να τους δίνουν αναφορά τι κάνουν στη ζωή τους για να κρίνουν και επιβάλλονται, και επιπλέον γκρινιάζουν και παραπονιούνται για την πλήξη της δικής τους ζωής.
Πού είναι, λοιπόν, η υποστήριξη της μητρότητας; Πού είναι τα δικαιώματα των παιδιών; Κάθε γυναίκα που θέλει να γίνει μητέρα πρέπει πρώτα να έχει δουλέψει με τον εαυτό της, να νιώθει έτοιμη για τη μητρότητα και ικανή να επιλέξει το κατάλληλο ταίρι γι’ αυτό το υπέροχο αλλά δύσκολο ταξίδι. Η επιτυχία του ρόλου της έγκειται στο να αναθρέψει παιδιά υπεύθυνα, ανεξάρτητα, αυτόνομα και ελεύθερα.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου