Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό ον που δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς να γνωρίζει από πού προέρχεται. Όποιος του είδους μας δεν ξέρει, θα ψάξει, κι όποιος ήδη ξέρει κάτι λίγο, θα ψάξει ακόμη περισσότερο. Γιατί πολύ απλά δεν αντέχουμε να μη γνωρίζουμε από πού ξεκινήσαμε. Καλώς ή κακώς, κανείς δε φύτρωσε σ’ αυτόν τον κόσμο από μόνος του.
Πολύ συχνά όμως η έρευνα σταματά στην ακριβώς προηγούμενη γενιά του εξερευνητή, γιατί όσο περίεργο πλάσμα είναι ο άνθρωπος, άλλο τόσο βαριέται. Πόσο έχει ψάξει και γνωρίζει κανείς πραγματικά το γενεαλογικό του δέντρο; Τι ξέρει για τους προγόνους του και πόσα ξαδέλφια του αγνοεί ο καθένας;
Ίσως λοιπόν, μία απ’ τις αιτίες υπερβολής του αισθήματος της μοναξιάς, που τόσο αναφέρεται στις μέρες μας, είναι η απιστία και η άγνοια απέναντι στις ρίζες μας. Το ότι δε γνωρίζουμε πραγματικά και ολοκληρωμένα την ταυτότητά μας.
Πρωταρχικό αίτιο του προβλήματος θεωρείται η αλλοτρίωση των ανθρώπινων σχέσεων. Παρά το θαυμαστό αφανισμό των αποστάσεων, ο άνθρωπος σήμερα υποφέρει κάτω απ’ το τυραννικό συναίσθημα της περιθωριοποίησης και της αποξένωσης, τόσο που ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλύτερη η ανάγκη της επαφής με την ανθρώπινη υπόσταση.
Ο σωστός χαρακτηρισμός έχει πλέον βρεθεί. Το ενδιαφέρον για το διπλανό, η οικειότητα, η προθυμία για γνωριμία, η ζεστασιά, η ανάγκη να μάθεις τον άλλο και τη σχέση που μπορεί και να έχετε είναι ίσως στα όρια του κουτσομπολιού. Ανεπίτρεπτη σε μια αστική κοινωνία του λόγου μας. Και για να λείψει κάθε παρερμηνεία, όταν λέω του λόγου μας αναφέρομαι απ’ τα πιο μικρά χωριά που είναι χαμένα στο χάρτη μέχρι την πρωτεύουσα.
Κάθε μία απ’ αυτές τις κοινωνίες έχουν γίνει υπεραστικές. Όχι δεν έχουν τρελές συγκοινωνίες, ραγδαία ανάπτυξη ή πολυκατοικίες σε κάθε γωνία του τόπου. Υιοθέτησαν μόνο τα άλλα χαρακτηριστικά, τα πιο μοδάτα. Τις απρόσωπες σχέσεις, την έλλειψη πρόθεσης να γνωρίσει κάποιος πραγματικά το άτομο δίπλα του, την καχυποψία.
Όπως λέγεται, άλλωστε, η περιέργεια για τη ζωή των άλλων είναι παιδική κι αγιάτρευτη αρρώστια της κοινωνίας. Ναι, πρόκειται πάντα για περιέργεια και ποτέ για ενδιαφέρον. Όχι ότι ισχύει, απλώς έτσι ορίστηκε κάποτε. Κι όπως είναι ευρέως γνωστό, κάθε πράγμα που ορίστηκε κάποτε, έχει γίνει τώρα προκατάληψη ανεξαρτήτως μεγέθους.
Ο άνθρωπος ταλαιπωρήθηκε χιλιάδες χρόνια για να ξεφύγει απ’ τη μάστιγα της ανοιχτής φύσης, της σπηλιάς, της καλύβας. Εξασφάλισε θεαματικές ανέσεις στη διαβίωσή του και να που νιώθει ξαφνικά ένα κενό. Κι αυτό γιατί φρόντισε να μεταφέρει με ασφάλεια καίρια αγαθά για την πολιτισμική εξέλιξη και την κοινωνική ανάπτυξή του. Ξέχασε όμως να μεταδώσει τους πραγματικούς ορισμούς της ενότητας, της παράδοσης, της οικογένειας και των ριζών, καθώς και τα μυστικά του πώς αυτά διατηρούνται. Από εδώ λοιπόν μπάζει κυρίως το συναίσθημα της ανολοκλήρωσης που όλοι, ανεξαιρέτως, σε κάποια φάση βιώνουμε.
Ψυχολογικό και κοινωνικό πρόβλημα το χαρακτηρίζουν αργότερα –όταν έχει πια παραγίνει το κακό–, καθώς αδυνατούν να δεχτούν ότι υπαίτιοι του προβλήματος είναι αποκλειστικά και μόνο οι φορείς αγωγής. Ποτέ κανείς δεν έμαθε σε κανέναν πως οφείλει, πάνω απ’ όλα στον εαυτό του, να γνωρίζει κάθε συγγένειά του. Απ’ τη θεία στην Αμερική μέχρι τον ξάδερφο στην Αυστραλία. Ή μάλλον απ’ το θείο δυο πόλεις πιο κάτω μέχρι την ξαδέρφη στη διπλανή γειτονιά.
Ό,τι παραλείπει να κεντρίσει αρχικά η οικογένεια και η κοινωνία δύσκολα θα βρει χώρο για προώθηση στην ύστερη, ψυχική ανάπτυξη του ανθρώπινου οργανισμού. Με λίγα λόγια η διαδικασία εύρεσης κινήτρου για την αναζήτηση του γενεαλογικού δέντρου γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς έχουν μεταμορφώσει αυτή μας την άγνοια σε δώρημα τέλειο.
Σ’ έναν κόσμο που σταδιακά αλλάζει και αποξενώνεται όλο και πιο πολύ, που κλείνεται σιγά-σιγά μια στάλα παραπάνω στον εαυτό του, απ’ τα λίγα πράγματα που απομένουν σε κάποιον είναι να θυμάται από πού προέρχεται. Γι’ αυτό οφείλει να το ψάξει, να το βρει και να ριζώσει εκεί λίγο περισσότερο. Όχι για να παραμείνει οριστικά εκεί. Το χρειάζεται όμως για να προχωρήσει παρακάτω στη ζωή του, λίγο πιο έτοιμος.
Γνωρίζοντας ακριβώς από πού κρατάει η σκούφια του και ποιον έχει δίπλα του κι απέναντί του.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου