Άκουσα κάποιον στο δρόμο να φωνάζει το όνομά σου επανειλημμένα. Νόμιζα ότι το είχα αφήσει πίσω μου καιρό τώρα, αλλά να σου πάλι που η στιγμή αυτή με βρήκε και με γέμισε ένα σωρό αντιφατικές σκέψεις.
Ήθελα να είσαι εσύ εκείνος που φώναζαν πίσω μου, να σε έβλεπα έστω για λίγο, να θυμόμουν πάλι πώς χαμογελάς, πώς περπατάς, πώς κοιτάς με απορία. Να σιγουρευόμουν πως είσαι καλά, ίσως να πήγαινες στον οδοντίατρο, που τόσο φοβάσαι κι όλο απέφευγες όσο κι αν προσπαθούσα να σε πείσω.
Απ’ την άλλη, την ίδια ακριβώς στιγμή ευχόμουν να μην είσαι εσύ. Δεν ήθελα να ξαναδώ το πρόσωπό σου, έχω ξεχάσει πώς μοιάζει. Προσπάθησα πολύ για να θολώσω την ανάμνησή σου. Μα το παράλογο είναι πως ακόμα πού και πού έχω την εντύπωση ότι σε βλέπω παντού.
Προσπαθώ να επαναφέρω στην μνήμη μου όσα ζήσαμε. Ναι, με πιάνουν κάποιες φορές τα μελαγχολικά μου και θέλω να θυμηθώ ακριβώς πώς πέρασες και τι άφησες πίσω. Πάει καιρός από τότε. Δεν ξέρω αν πρέπει να το χαρακτηρίσω έρωτα, αγάπη ή ξεπέτα διαρκείας. Μπορεί κι ένα απόλυτο τίποτα. Αναλόγως από ποια πλευρά το βλέπεις. Πιο πολύ σαν μια ιστορία που έκανε τον κύκλο της και έφτασε στο τέλος.
Μα εγώ θυμάμαι ακόμα. Ένα φιλί, δύο χέρια, μια αμμουδιά. Σίγουρα ήταν καλοκαίρι. Το μόνο πράγμα που μπορώ να πω με βεβαιότητα όταν η συζήτηση φτάνει σε εσένα. Άσχετα που τελικά πέρασα μαζί σου μόνο χειμώνες.
Μειώθηκαν κι οι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να σε σκέφτεται. Καιρός δεν ήταν; Πόσες ακόμα εξώσεις έπρεπε να σου κάνω για να αφήσεις το έρημο μυαλό μου σε ησυχία; Βλέπεις, εγώ είχα συνηθίσει να λέω ότι δίνω τα πάντα σε κάποιον κι όντως να το κάνω. Όχι ένα πόδι μέσα κι ένα έξω. Έτσι δε χαράζονται ονόματα στη μνήμη. Ίσα-ίσα, η δειλία βοηθάει τους ανθρώπους να ξεχνιούνται. Αυτό έλεγα και στον εαυτό μου. Αργά ή γρήγορα θα ακούω το όνομά σου και δε θα σκέφτομαι εσένα. Δε θα τρομάζω στην ιδέα ότι θα σε συναντήσω. Θα σε έχω πια ξεχάσει.
Μα πάλι σε θυμήθηκα. Εχθές το βράδυ, καθώς γυρνούσα σπίτι, πέρασα από ένα μαγαζί και μέσα έπαιζε το αγαπημένο σου τραγούδι. Κι εγώ έμεινα προς στιγμή να κοιτάω την πόρτα, με τόση σιγουριά ότι θα εμφανιστείς. Μα εσύ πουθενά… Δεν πειράζει, συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Ακόμη μια φορά που δεν ήσουν εκεί.
Έτσι έγιναν τα πράγματα, αλήθεια. Δε θα το άκουγα ποτέ μόνη μου αυτό το τραγούδι. Δε θα το έκανα σκόπιμα αυτό στον εαυτό μου. Δε θα με έφερνα επίτηδες σε αυτήν τη θέση. Δε θα ήθελα ποτέ να ανακαλέσω αυτήν την εικόνα σου στο μυαλό μου, να τραγουδάς παράφωνα μα εγώ να θέλω να σε ακούω.
Σε θυμήθηκα. Γιατί σήμερα γνώρισα δύο άτομα και καταλήξαμε στο ότι σε ξέρουν. Έπειτα με ρώτησαν από πού σε γνωρίζω εγώ. Είπα πως απλώς σε ήξερα κάποτε. Κι αυτοί, παραξενεμένοι κι επίμονοι, με ρώτησαν τι σε είχα. Το πιστεύεις; Τι ειρωνεία! Σάστισα και τους κοιτούσα με απορία. Πώς περιγράφεις κάποιον που κάποτε ήταν τα πάντα για εσένα και τώρα δεν είναι τίποτα; Πώς τον χαρακτηρίζεις;
Σκέφτηκα κι εγώ με τη σειρά μου: Αλήθεια, τι σε είχα; Τι ήσουν για εμένα; Ή μάλλον τι νόμιζα πως ήσουν και βασικά τι θα έπρεπε όντως να ήσουν. Μην ανησυχείς όμως, τελικά χαμογέλασα. Γιατί κάπως έτσι θυμήθηκα τι πραγματικά σε είχα.
Άλλαξα θέμα, δεν απάντησα. Ας με πουν τρελή. Ας με κοροϊδέψουν. Ας μη με καταλάβουν. Δεν αναζήτησα ποτέ την αποδοχή τρίτων. Εγώ πια ξέρω ότι κάποτε το όνομά σου –κι εσύ που το κουβαλούσες– ήταν τα πάντα για εμένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη