Κατά τη διάρκεια ενός διαλόγου μπορείς να καταλάβεις –λόγω της προφορικότητας και το χρωματισμό της φωνής, των κινήσεων και των εκφράσεων του προσώπου– πότε κάποιος χρησιμοποιεί ειρωνεία, μεταφορικά νοήματα ή σαρκασμό. Ακόμα, είναι φανερό το πότε μασάει τα λόγια του, πότε λέει κάτι που δεν έπρεπε να πει κι αμέσως το μετανιώνει, πότε μπερδεύει τα λόγια του κατά τη ροή του λόγου κι έπειτα προσπαθεί να τα μπαλώσει.

Επειδή, λοιπόν, όλοι γνωρίζουμε το πόσο εύκολα καταλαβαίνει κάποιος τις προθέσεις μας όταν μιλάμε μαζί του face to face, έχουμε δημιουργήσει –θα ήθελα να πιστεύω άθελά μας– κάποιες φράσεις που μας βοηθάνε να εκφραζόμαστε ανοιχτά, ξεκαθαρίζοντας όμως πως δεν υπάρχει πρόθεση παρεξήγησης, καλύπτοντας έτσι κάπως τα νώτα μας.

Φράσεις που δημιουργήθηκαν για να σκεπάσουν και να ωραιοποιήσουν ακριβώς αυτό που περιέχει το νόημά τους. Προσπαθούν να προϊδεάσουν, δηλαδή, θετικά, αφού ακολουθεί το αντίθετο από αυτό που θα ειπωθεί. Για παράδειγμα, όταν ειπώνεται η φράση «χωρίς παρεξήγηση» στην αρχή της πρότασης ή ένα «πλάκα κάνω» στο τέλος να ξέρεις ότι δεν παρεξηγείς εσύ, ούτε έχεις χάσει το χιούμορ σου. Όσο άκομψο κι αν σου φάνηκε αυτό που άκουσες, έτσι το εννοούσε, ούτε φυσικά έκανε πλάκα. Αυτό που προσπαθεί να κρυφτεί από πίσω έχει νόημα κι ουσία κι εκείνος που το ξεστομίζει εμφανέστατα το εννοεί.

Ως άνθρωποι που το εσωτερικό μας απαρτίζεται από 98% συναισθήματα –και 2% νερό–, έχουμε τις στιγμές μας και κάποιες φορές απλά δεν μπορούμε να μην εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε. Θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάτι μας εκνευρίζει ή μας στεναχωρεί. Συχνά, όμως, η ευγενική ή απλά η δειλή μας φύση δε μας επιτρέπει να το δηλώσουμε ξεκάθαρα για να μη φέρουμε το συνομιλητή μας σε δύσκολη θέση, για να μην εκτεθούμε, μη χάσουμε ανθρώπους ή γενικά για να μη δημιουργήσουμε μια άβολη κατάσταση μεταξύ μας. Όλο αυτό λειτουργεί σαν μια μορφή άμυνας.

Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η επιστημονικά τεκμηριωμένη τεχνική ψυχολογικής χειραγώγησης ή όπως αναφέραμε πιο πάνω: το πώς να περνάς κρυφά μηνύματα χωρίς να ξυπνάς έχθρες, θηρία και τέρατα. Αυτή η τεχνική, λοιπόν, η επονομαζόμενη linguistic manipulation έχει ως κύριο στόχο την τροποποίηση του συμπεράσματος που θα βγάλεις. Δεν είναι, ωστόσο, πάντα τόσο έγκυρη, ούτε εύκολη να τη χρησιμοποιήσεις, γιατί όλοι ξέρουμε απ’ την εμπειρία μας πως όταν κάποιος χρησιμοποιεί μια τέτοια φράση, μας βάζει αυτομάτως σε δεύτερες σκέψεις για το τι εννοούσε.

Απ’ την άλλη, υπάρχουν και φορές που οι συνομιλητές μας ήταν τόσο πονηροί ή τόσο διπλωμάτες ή απλά εμείς τους είχαμε τόσο τυφλή εμπιστοσύνη που δεν καταλάβαμε πως είχαν την πρόθεση να μας προσβάλλουν, όμως απ’ ό,τι φάνηκε εκπρόθεσμα αυτό ήθελαν να πετύχουν.

Δε σημαίνει, πάντως, πως πρέπει να διαγράψουμε δια παντός αυτές τις εκφράσεις απ’ το λεξιλόγιό μας, κάποιες φορές όντως τις εννοούμε. Δεν έχεις πάντα αρνητική πρόθεση και σίγουρα δεν είναι ο κύριος σκοπός σου να θίξεις τον συνομιλητή σου. Ωστόσο, υπάρχουν κι ορισμένοι άνθρωποι που έχουν κάνει αυτές τις φράσεις καραμέλα. Έχουν βρει αυτή την τεχνική ως πλάγιο τρόπο για να βγάζουν προς τα έξω τα κόμπλεξ και την κακία τους, ενώ συγχρόνως προσπαθούν να μη γίνονται αντιπαθητικοί. Αυτό που δεν ξέρουν είναι το πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να τους ξεχωρίσει. Θέλει πολλή τέχνη για να κρύψεις τον πραγματικό σου εαυτό πίσω από λόγια κι εμείς πλέον είμαστε υποψιασμένοι.

Αυτό που πρέπει να αποφεύγουμε, λοιπόν, δεν είναι κάποιες παγιωμένες ατάκες, αλλά αυτά τα πικρόχολα άτομα και τις έμμεσες προσβολές τους. Καιρός να σταματήσουμε αφελώς να πιστεύουμε πως όλα είναι παραδεισένια και πως οι κακίες που πετάνε δεν αναφέρονται σε εμάς, γιατί απλά πρόσθεσαν στο τέλος ένα ξερό «χωρίς παρεξήγηση πάντα, έτσι;».

Ο καθένας μας χρωστάει στον εαυτό του ανθρώπους εξηγημένους, που άμα τους ενοχλήσει κάτι θα το πουν σε αυτόν κατά πρόσωπο και δε θα προσπαθήσουν να το περάσουν με κρυφά μηνύματα κι αμφιλεγόμενες εκφράσεις.

 

Συντάκτης: Αφροδίτη Χαλκοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη