Είναι γνωστό τοις πάσι πως τα παιδιά τείνουν να θεωρούν πρώτο έρωτα της ζωής τους τους γονείς τους. Τα περισσότερα κορίτσια θέλουν να παντρευτούν τον ήρωα μπαμπά τους –στη δική μου περίπτωση κάποιον άλλο, ακριβώς ίδιο με τον μπαμπά μου, μην τον χωρίσω κι από τη μαμά και την στενοχωρήσω– και τα περισσότερα αγόρια τη μία και μοναδική στα μάτια τους, μαμά τους.

Φυσικά αυτό θεωρείται απολύτως φυσιολογικό, καθώς πώς θα μπορούσες ως μικρό παιδί να διαχωρίσεις την αγάπη των γονιών σου από –κάτι που καταλαβαίνεις πολύ αργότερα– ένα διαφορετικό είδος αγάπης;

Έπειτα, όταν αρχίζεις και πλησιάζεις την εφηβεία και με βάση το γεγονός ότι οι καβγάδες με τους γονείς είναι συχνά άσκοποι και καθημερινοί, αρχίζεις να εκνευρίζεσαι και να ψάχνεις ακριβώς το αντίθετο αυτών των ανθρώπων, που δε σε καταλαβαίνουν και δεν τους καταλαβαίνεις σε κανένα επίπεδο!

Με τον καιρό όμως συνειδητοποιείς πως το παρατράβηξες κάποιες φορές και καταλήγεις τελικά, πάντα υποσυνείδητα, να ψάχνεις λίγο απ’ αυτούς μέσα σε κάθε υποψήφιο σύντροφο.

Όλα καλά κι όλα ωραία, φυσικά δεν παρεξηγείς και δεν παρεξηγείσαι. Μέχρι που αρχίζουν σταδιακά να ειπώνονται φράσεις όπως «η μητέρα μου θα το έκανε έτσι αυτό» ή «ο πατέρας μου πάντως θα τα έβλεπε αλλιώς». Κι εκεί είναι που καταλαβαίνεις πως υπάρχει πρόβλημα και πως η φυσιολογική αγάπη κι ο θαυμασμός προς τους γονείς παίρνουν μια μορφή υπερβολής.

Κανείς δε θέλει να συγκρίνεται μ’ ένα άτομο που είναι τόσο ψηλά στα μάτια του άλλου. Κι όμως το φάντασμα της μαμάς και του μπαμπά κρύβεται σε κάθε γωνία και περιμένει να εμφανίσει την ιδεατή του μορφή κάθε φορά που πατάς πάνω σε μια νάρκη αυτής της σχέσης. Περιμένει υπομονετικά να βγει από πάνω, γιατί κατά βάθος και οι ίδιοι οι γονείς αυτών των ανθρώπων γνωρίζουν πως έχουν έναν πρωταγωνιστικό κι ασύγκριτο ρόλο στη ζωή τους.

Όλο μισόλογα και σχόλια στην πλάκα για το ποσό θα ήθελαν –ή μάλλον κατά τη γνώμη που ποτέ δεν εκφράζουν ποσό θα έπρεπε– να μοιάζεις στο είδωλό τους. Κάπως έτσι δημιουργούνται ανείπωτα προβλήματα γιατί κι εσύ πόσο κουράγιο να βρεις και να θίξεις το σωτήρα των ματιών τους;

Πρέπει μάλλον ν’ αναρωτιέσαι από πού αρχίζει όλο αυτό. Γιατί, η αλήθεια είναι πως όλοι θρέφουμε απερίγραπτη αγάπη απέναντι στους γονείς μας όμως δεν προσπαθούμε όλοι να μετατρέψουμε το άτομό μας σ’ αυτούς. Αυτό είναι σημάδι απίστευτης συναισθηματικής προσκόλλησης ή αλλιώς απλοϊκά το φαινόμενο του «μαμάκια» και του «κοριτσιού του μπαμπά». Κάτι που δηλαδή δημιουργείται από την υπερβολική προσοχή των γονιών και από την προσπάθειά τους να κάνουν το παιδί τους να νιώσει πιο ξεχωριστό και από αυτοκράτορα την εποχή του μεσαίωνα.

Και προφανώς πώς αφήνεις αυτό το είδος προσοχής πίσω στη ζωή σου; Εννοείται πως θα συνεχίσεις να το αναζητάς παντού. Γιατί έτσι έμαθες. Ή μάλλον γιατί έτσι σου έμαθαν.

Είναι πολύ όμορφο να βρίσκεις στα άτομα γύρω σου –ειδικά σε αυτούς που διατηρείς μακροχρόνιες σχέσεις– χαρακτηριστικά των γονιών σου, γιατί κάπως έτσι θα μείνουν να σου τους θυμίζουν για όσο περισσότερο καιρό γίνεται στο υπόλοιπο της ζωής σου. Απλώς πρέπει να μην είναι τα κύρια κριτήρια αναζήτησης συντρόφου.  Ακόμη κι αν βρεις ένα άτομο που να είναι ίδιο με τους γονείς σου, θα καταλάβεις πως μια ζωή θα περιμένεις απ’ αυτό να γίνει κάτι που δεν είναι και θα απαιτείς να καλύψει ένα κενό που δεν είναι προορισμένο να γεμίσει.

Και δεν είναι κακό. Ίσα-ίσα να καμαρώνεις κιόλας για το πόσο υπέροχα σε μεγάλωσαν αυτοί οι άνθρωποι και για το πόσο καταπληκτικοί είναι στα μάτια σου. Αρκεί να βάζεις, πού και πού, μια κόκκινη γραμμή και να σταματάς εκεί.

 

Συντάκτης: Αφροδίτη Χαλκοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου