Συναισθήματα∙ ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, αριθμού πληθυντικού. Δημιουργούνται απ’ την καρδιά με κύριο σκοπό ύπαρξης την καταδίκη σου. Λέξη που άλλοτε βγάζει συγκατάβαση και θετικότητα όταν την ακούς εκφράζοντας αποδοχή, άλλοτε όμως βγάζει άρνηση κι αντίρρηση. Μικρή, έντονη, ξεκάθαρη. Με κύρος και βαρύτητα.
Παρ’ όλα αυτά αξίζει να αναφερθεί κι ένας άτυπος ορισμός, πιο αληθής και πιο κοντά στα σημερινά δεδομένα. Ο ορισμός αυτός αναφέρει ότι τα συναισθήματα μοιάζουν με μικρά βακτήρια που εισβάλλουν στο σώμα σου χωρίς τη θέληση και τη συγκατάθεσή σου, εν πλήρη άγνοια και σιγά-σιγά κάνουν αθόρυβα κι αδόνητα την εμφάνισή τους.
Γιατί δε φτάνει που λεηλάτησαν τον εσωτερικό σου κόσμο, θέλουν και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αυλαία της ζωής σου. Δε δέχονται πότε να είναι κομπάρσοι, σπάνια συνυπάρχουν αρμονικά, συνήθως ανταγωνίζονται το ένα το άλλο αδιάλλακτα και φυσικά ποτέ, μα ποτέ, δε δέχονται να πρωταγωνιστήσουν σε μια μόνο τραγωδία.
Ναι, τραγωδία, έτσι καταντάμε τη ζωή μας, ένα Αριστοφανικό έργο. Ολιγάριθμο κοινό, και μάλιστα κάποιας ποιότητας, ενθουσιάζεται που η τραγωδία της ζωής μας είναι γραμμένη με άλλη θεατρική δομή κι άλλο ποιητικό ύφος από ό,τι τα έργα που έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε και να θαυμάζουμε επί σκηνής. Και φυσικά, κύρια θεματολογία της, το έπος των συναισθημάτων.
Προφανώς, όμως, δεν αναφέρομαι σε όλα τα συναισθήματα, πολύ γενικός όρος κι ευρεία κατηγορία. Αναφέρομαι σε αυτά τα συναισθήματα που είναι κάπου ασφυκτικά χωμένα και κλειδαμπαρωμένα και που μάταια παλεύουν να βγούνε στην επιφάνεια, να πάρουν μια ανάσα. Σε εκείνα τα συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν ποτέ στα χρονικά, όχι γιατί ντράπηκες κι έκανες ένα βήμα, πίσω μα επειδή απλά δεν παραδέχτηκες ποτέ την ύπαρξή τους. Ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό.
Καταφέρνεις, λοιπόν, με προσπάθεια αντιστρόφως ανάλογη της ειλικρίνειάς σου, να τα καταχωνιάσεις στην απαγορευμένη ζώνη του μυαλού, να τα αγνοήσεις. Μα εκεί που τα κρύβεις, να μάθεις και να τα φοβάσαι, γιατί θρέφονται απ’ την αυταπάρνησή σου και μεγαλώνουν διαρκώς, κάθε φορά που πίνεις και χαλαρώνουν οι άμυνές σου, ή μάλλον κάθε φορά που πίνεις και φτάνεις ένα βήμα πιο κοντά στο να παραδεχτείς τι πραγματικά νιώθεις.
Κι έρχεται με τη σειρά του το κεφάλαιο της –μετατρεπόμενης από τραγωδία– παρωδίας, που ψάχνεις μανιωδώς την αιτία του κινήματος εξολόθρευσης των συναισθημάτων αυτών. Το σημείο που ψάχνεις επιχειρήματα σοβαρά, να στηρίζουν στέρεα τη δική τους ερμηνεία, μήπως και καταφέρεις, τελικά, να πείσεις τον εαυτό σου πως αυτές σου οι πράξεις θα επιφέρουν ευτυχία. Αλήθεια, τι σου έκαναν και τα απεχθάνεσαι τόσο πολύ σε βαθμό που θέλεις να τα αφανίσεις από προσώπου γης; Τι πραγματικά φοβάσαι; Αυτά ή την απόρριψή τους;
Δε φταις εσύ, ο φόβος είναι ανθρώπινος. Είναι έμφυτος. Καταδυναστεύει όλους τους ζωντανούς οργανισμούς ενώ συγχρόνως τους παρακινεί, τους δίνει δύναμη να πολεμήσουν και να προστατευθούν απ’ τον ακαταμάχητο εχθρό –ανεξάρτητα απ’ τη μορφή του– ή τους δίνει δύναμη για να σωθούν με τη φυγή. Ακριβώς όπως κάνεις κι εσύ. Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλο ον που να φοβάται, να τρέμει σε τέτοιο βαθμό, όσο ο άνθρωπος. Μα μη συγχέεις τις έννοιες, «φόβος» και «δειλία» δεν πηγαίνουν απαραίτητα μαζί. Απ’ το φόβο υποφέρουν ακόμη κι οι πιο γενναίοι. Η δειλία απλά σε καθιστά έρμαιο του φόβου αυτού.
Αλήθεια, δε φταις εσύ, πίστεψέ το. Για ακόμη μια φορά φταίει η κοινωνία κι η σκάρτη άψυχη δομή της που μας αναγκάζει να βάζουμε στο «νιώθω» και στο «εκφράζω» φόρους και τέλη κυκλοφορίας. Γιατί αφού μπλεχτείς με αυτές τις λέξεις πληρώνεις ακριβά αυτό τους το τίμημα.
Διαχρονικά, ο φόβος κι ειδικά η δειλία δε βοήθησαν κανέναν να προχωρήσει μπροστά, πόσο μάλλον βάραιναν για μια ζωή την άβυσσο της ψυχής τους και τους απέτρεπαν να κάνουν πράγματα που θα μπορούσαν να τους έχουν οδηγήσει σε ό,τι φαντάζει για τον καθένα ουτοπικό σε αυτή τη ζωή. Σε ό,τι μοιάζει απίστευτα στα όνειρά τους.
Μην ντρέπεσαι, λοιπόν, να τα φωνάξεις, να απαλλαγείς επιτέλους από αυτά. Να πεις πως ερωτεύτηκες, πως αγάπησες, πως πληγώθηκες. Πως ενθουσιάστηκες απ’ τη μαγεία της στιγμής, πως μίσησες παράφορα χωρίς κανέναν λόγο ή για χίλιους λόγους και πως ονειρεύτηκες αφόρητα. Μη φοβάσαι να τα αφήσεις ελεύθερα, γιατί τελικά θα δεις πως θα ανακουφιστείς απ’ το βάρος της ενοχής. Δε θα κρατάς πια κανέναν αιχμάλωτο. Κι επιτέλους θα αφήσεις ελεύθερο τον πιο αθώο σου κρατούμενο, που άδικα εξ αρχής φυλακίστηκε, επειδή έχασε μια δίκη. Τον ίδιο σου τον εαυτό.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη