Νομίζεις πως θα εξουσιάσεις τον κόσμο, άπειρο, κουτό, δεκαεξάχρονο τυπάκι; Έχω να σου πω πως τα μπουκλάκια στα μαλλιά σου δε συμβαδίζουν καθόλου με το νταηλίκι και τη ψευτομαγκιά που πρεσβεύεις. Ουπς, συγνώμη. Να μιλήσω στη γλώσσα σου. Που δείχνεις. Βάλε «Χ» στο πρεσβεύεις.

Το αντράκι του σχολείου με τα γλυκά ματάκια και το μόνιμο τσιγάρο ανα χείρας, σηκώνει χέρι πάνω μου. Χαστούκι ένα, χαστούκι δύο, χαστούκι τρία.

Άνοιξη θα’ ταν, Απρίλιος. Προαύλιο ελληνικού, δημόσιου μπουρδέλου. Συγγνώμη, σχολείου. Μπροστά του εγώ, ποντικάκι φοβισμένο τρέμω ολόκληρο και το κοιτάω σα χαζό, ρομαντικό τότε. Δε με λούζει καν κρύος ιδρώτας. Απλά δε νιώθω τίποτα, έχω παγώσει. Κενό. Λόγια, λόγια, λόγια.

Χροιά βαρβάτη, βρίσιμο χοντρό. Αναρωτιέμαι αν μπορώ να αναπνεύσω και ζαλίζομαι. Και οι λέξεις παίρνουν τη μορφή κακών δαιμόνων που θέλουν να με πνίξουν. Ένα σπρώξιμο ακόμα και θα του την αστράψω, σκέφτομαι. Και σπρώχνει. Αλλά δεν ανταποδίδω.

Μόνο που το βλέπω έκρυθμο να μου τα χώνει για τα κόμπλεξ τα δικά του και τα συναισθηματικά του κενά (τεράστια ομολογουμένως) το λυπάμαι. Ρε, το τυπάκι! Η αλήθεια είναι πως ακριβώς αυτό αισθανόμουν. Λύπηση. Έκανα μεταβολή. Έφερα στο μυαλό την όψη του πατέρα μου, τον ορισμό της «ήρεμης δύναμης» κι έφυγα, παραδόξως έχοντας ψηλά το κεφάλι.

Πήγα, μάζεψα την τσάντα απο το θρανίο μου και έτρεξα για σπίτι. Τα πόδια μου δεν τα ένιωθα και είχα ταχυκαρδία και όσο έφευγα πιο μακριά, τόσο βαθιά μέσα μου σκεφτόμουν πως δε θέλω να ξαναγυρίσω. Ήθελα να αλλάξω σχολείο. Ξεκάθαρα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Για την ακρίβεια ήθελα να αλλάξω τα πάντα.

Μη ρωτήσετε το πώς, ή το γιατί προέκυψε όλη αυτή η κατάσταση. Άλλωστε δεν έχει σημασία καμιά. Το μόνο σίγουρο είναι πως μπορεί να συμβεί στον καθένα και για οποιονδήποτε λόγο. Ο βασικότερος; Να ξεχωρίζει, να διαφοροποιείται, να μη φοβάται να είναι ο «αλλιώς» της υπόθεσης, να έχει στόμα κυρίως για να εκφράζεται και να λέει τη γνώμη του και όχι για να το μπουκώνει νωχελικά, με σχολικές πίτσες.

Αυτό το κείμενο θέλω να το αφιερώσω σε όλους αυτούς που χρόνια τώρα διαιωνίζουν το εξής παραμύθι «Σαν τη ψυχολογική βία, δεν έχει». Ναι, είναι παραμύθι φίλε μου. Και ναι, υπάρχει και χειρότερο. Ο συνδυασμός του βιασμού της ψυχής με το σήκωμα του χεριού.

Ίσως να σου’ χει τύχει κι εσένα και να καταλαβαίνεις. Ίσως και όχι. Σε καμία των περιπτώσεων δε στο εύχομαι, είτε είσαι ο καλύτερος, είτε ο χειρότερος. Αυτό, δεν αξίζει σε κανένα. Ίσως εσύ που με διαβάζεις αυτή τη στιγμή να υπήρξες θύτης. Σε σιχαίνομαι, το δηλώνω εκ των προτέρων. Ίσως βέβαια να’ σουν και αυτόπτης μάρτυρας και ποτέ να μη μίλησες, ή να πήρες θέση στο συμβάν, γιατί φοβήθηκες. Ανθρώπινος ο φόβος, ασυγχώρητη η «συγκάλυψη».

Όχι φίλε μου μιας και ρωτάς, δεν είναι εύκολο να το αντιμετωπίσεις. Ναι, είναι σχεδόν αδύνατο να το ξεπεράσεις και ναι, το πιο δύσκολο κομμάτι όλων είναι να το μοιραστείς. Να μιλήσεις ανοιχτά για αυτό, χωρίς φόβο και πάθος.

Αυτά τα λούκια δεν τραβιούνται μόνο απο ένα άτομο, ειδικά αν είναι σε μια απο τις πιο περίπλοκες περιόδους της ζωής, αυτήν της εφηβείας. Δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό. Είναι αμαρτία και άδικο μεγάλο.

Πείτε μου σε ποιόν αξίζει. Το «χαστούκι επι δύο», η μπουνιά, ή το φτύσιμο. Το να σου φύγει το κεφάλι από τη ζάλη και τη δύναμη. Να αισθανθείς τρόμο. Να φοβάσαι να κυκλοφορήσεις στη γειτονιά σου, μην τυχόν στην έχουν στημένη και να μη θες να μιλήσεις σε κανένα. Φίλο, συγγενή, ακόμα και στην ίδια σου τη μάνα. Να κοιμάσαι και να βλέπεις εφιάλτες, να ξυπνάς και να τους ζεις. Να ιδρώνεις στη σκέψη οτι σε ακουμπάνε στο πρόσωπο, έστω για να σε χαϊδέψουν. Να σε χαϊδεύουν όντως και να νιώθεις οτι απειλείσαι.

Βάλε το στο μυαλό σου καλά όμως φίλε μου. Πρέπει να μιλήσεις. Είναι ζόρι, το ξέρω, το πέρασα κι εγώ. Νιώθεις μηδενικό, κτήμα, ένα με το δάπεδο, θες να ανοίξει η γη να σε καταπιεί, όμως μη ξεχνάς πως υπάρχουν άνθρωποι που σ’ αγαπάνε και είναι πάντα εκεί. Ουσιαστικά εκεί.  Είναι οι γονείς και οι φίλοι. Να το θέσω απλά.

Η οικογένεια που επιλέγεις. Οι άνθρωποί σου. Οι δικοί μου, χωρίς αμφιβολία καμιά ήταν και είναι ακόμα. Γονείς διαμάντια, φίλοι αληθινοί, αδέρφια.

Μη με ρωτήσετε πως θα αντιμετώπιζα την οποιαδήποτε κατάσταση «bullying», χωρίς εκείνους. Βίωσα γενικά μια βαρβάτη εφηβεία. Χωρίς αυτούς, δε θα’ μουν αυτή που είμαι τώρα.

Η δύναμη της αγάπης των ανθρώπων σου, δε συγκρίνεται με άλλη καμιά. Αυτή η δύναμη η μαγική, οτι θα τα καταφέρεις, θα βγεις νικητής. Δεν είσαι υποχείριο, ή κτήμα κανενός, μην το ξεχνάς.

Μην τους κάνεις τη χάρη να ανταποδώσεις. Μην πέσεις στη λούμπα να σε υποβιβάσεις έστω ασυνείδητα. Τα χρόνια περνούν και διδάσκουν. Πλέον αυτοί τη «ζωούλα» τους και εσύ τη ζωή σου.

Το παράδοξο της όλης ιστορίας και θα’ θελα να κλείσω με αυτό, είναι πως το’ ξερα οτι κάποτε θα μιλούσα ανοιχτά για το συμβάν και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ευχαριστώ το pillowfights. Όχι, δεν ήθελα να βγάλω στη φόρα τα εσώψυχα μου. Δεν έχω ανάγκη κάτι τέτοιο άλλωστε. Γνωρίζω όμως πως το bullying κάθε μορφής πλέον έχει γίνει μάστιγα.

Νιώστε το, πως το  σώμα σας ανήκει μόνο σε εσάς και σε εκείνους που εσείς και μόνο θέλετε να το μοιράζεστε. Σε κανέναν άλλο και για κανένα λόγο.

Αν δεν είχε συμβεί ποτέ, σίγουρα θα’ μουν αλλιώς.

Καταβάθος αυτό το τυπάκι, το ευχαριστώ.

Δε μου άξιζε, όχι. Μου αξίζει όμως αυτό που είμαι τώρα.

Δυνατή.

Συντάκτης: Μάρη Γαργαλιάνου