Πάντα ξεκάθαρα, πάντα αληθινά, πάντα μπέσα. Οφείλω να το ομολογήσω.
Ξεκίνησες παραμύθι και σχεδόν όνειρο άπιαστο, κατέληξες βαρκούλα που μπάζει νερά από παντού κι εγώ με μάσκες οξυγόνου να προσπαθώ να δραπετεύσω απ’ το βυθό σου.
Ήσουν τελείως διαφορετικός από όλους τους άλλους εσύ. Σε ένιωσα από την πρώτη στιγμή και το ένστικτό μου φίλε μου σπάνια με προδίδει. Στο πέρασμα του χρόνου με επιβεβαίωνες διαρκώς και υπερέβαινες των προσδοκιών μου.
Ήσουν εκεί ουσιαστικά, σε έναν κόσμο τελείως δικό μας, σε μια πραγματικότητα αμιγώς παράλληλη που καταφέραμε με τόση αγάπη, κόπο και καύλα να χτίσουμε παρέα. Ήμασταν πασάδες σωστοί και ερωτευμένοι τόσο ποιητικά και ρεαλιστικά μαζί.
Είχαμε αυτό το «όσο κόκκινο και ροζ» χρειαζόταν και το θεό μέσα μας και όλα αυτά γιατί είχες αυτό το κάτι διαφορετικό ρε διάολε.
Με κοιτούσες στα μάτια και ήξερα και καταλάβαινα και ένιωθα. Σε ένιωθα. Δεν ήσουν για πολύ εσύ, το ξέραμε και οι δύο καλά. Δεν άντεχες «κλουβιά», ούτε παρατηρήσεις. Εσύ ήσουν για τσάρκες ηδονικές σε αλκοολικά μπαράκια, κάθε βράδυ κι άλλο. Όμως έμεινες εδώ και ίσως αφέθηκες λίγο παραπάνω. Μάλλον θα ξεχάστηκες…
Και ίσως αυτό ακουστεί παράξενο σε κάποιους, όμως όχι δεν επέλεξες τον εύκολο δρόμο της προσποίησης και δεν είπες ψέμματα ποτέ. Δε μου πούλησες παραμύθι ούτε μια στιγμή και να σου πω την αλήθεια μου το εκτιμώ, γιατί μαζί σου έζησα όλα τα παραμύθια του κόσμου, αυτά που ποτέ δε μου διάβασαν όταν ήμουν παιδί.
Ήσουν ειλικρινής σε βαθμό ανατριχιαστικό. Την αγαπάω την ειλικρίνεια, τη θαυμάζω. Αυτό αγάπησα νομίζω πιο πολύ σε σένα. Αυτό και τα μάτια σου. Ναι, σ’αγάπησα και ποτέ δε στο είπα, λυπάμαι. Αυτό το βλέμμα, το καθάριο, το σίγουρο, το γεμάτο δύναμη αγάπησα.
Ήσουν μάγκας και πατούσες στη γη γερά, παρόλο που τα μυαλά σου ήταν εικοσάχρονου και τα όνειρά σου καράβια που ποτέ δεν άραζαν σε κανένα λιμάνι.
Μου δίδαξες την αλήθεια ωραίε μου και μου το’ χες πει από την αρχή «Ίσως αυτό που ζήσουμε να μην κρατήσει, άλλωστε όλα κάποτε τελειώνουν, όμως θα το ζήσουμε στο φουλ και πάντα θα είμαι εδώ, να το θυμάσαι αυτό. Και θα’μαι ουσιαστικά». Ήξερα που έμπλεκα. Πάντα ξέρουμε που μπλέκουμε παιδιά, όλα τ’ άλλα είναι για να’ χουμε να λέμε. Σαλτσούλες, κρεμούλες και κορδελάκια ροζ μπον μπον.
Γι’ αυτό τώρα πονάει πιο πολύ από ποτέ, με νιώθεις; Που να με νιώσεις… Δεν καταλαβαίνεις, είσαι μακριά.
Πες μου πως δε με θες, πως με ξεπέρασες και είσαι καλά. Πως η επόμενη κάνει καλύτερο κρεβάτι και είναι πιο έξυπνη και σπιρτόζα από μένα. Ήμουν αρκετά καλή για εσένα; Ή μήπως ήμουν «πολύ καλή για να’ μαι αληθινή»; Τέτοιες δηθενιές δε θα άντεχα να ακούσω και ξέρω ότι ποτέ δε θα τις έλεγες γι’ αυτό είμαι εδώ και περιμένω να μου τα πεις κατάμουτρα.
Μήπως φοβάσαι να παραδεχτείς πως την πάτησες και τρέμεις στη ιδέα πως ο έρωτας σου χτύπησε για τα καλά την πόρτα;
Το πάθος υποτίθεται σβήστηκε, η καθημερινότητα μας πάγωσε και εμείς σωστά ρομποτάκια απενεργοποιήσαμε το λογισμικό μας και λήξαμε. Έτσι δεν είναι; Αυτά δε θες να πιστεύεις; Ωραία, δικαίωμα σου.
Μια μόνο τελευταία χάρη θέλω. Να τιμήσεις τα παντελονάκια σου. Μη μου δώσεις εξηγήσεις, ούτε λόγους που έφυγες.
Το μόνο που θέλω είναι σε ένα ακόμα σκηνικό.
Σε αυτό το σκηνικό λοιπόν, αυτό που θέλω είναι να αντισταθείς. Να με σπρώξεις. Να με χαστουκίσεις, ή ακόμα και να φύγεις. Σε προκαλώ. Μην ανταποδώσεις, μη διανοηθείς καν να με αγγίξεις. Θα τα καταφέρεις; Και τέλος κοίτα με βαθιά μέσα στα μάτια και πες πως με ξεπέρασες. Το ‘χουμε;