Απάθεια, πλήξη και τηλεφωνικές αναφορές ανά δίωρο που είσαι, με ποιόν και τι κάνεις. Όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Από συνήθεια απλά. Έτσι για να πούμε ότι έχουμε σχέση και το «παλεύουμε» ακόμα.
Κανείς σας δεν το φανταζόταν στην αρχή πως όλη αυτή η κάψα θα μετατρεπόταν σ’ ένα ανιαρό reality βραδινής ζώνης -γιατί της καληνύχτας τα τηλεφωνήματα είναι πάντα μεγαλύτερα, έχεις να περιγράψεις την ημέρα σου και τα συναφή, ξέρεις- τύπου Big Brother.
Λίγο σουρεάλ, να πούμε κάτι μόνο για να το πούμε, να φανούμε παθιασμένοι γιατί μας παρακολουθεί η κάμερα 24 ώρες το εικοσιτετράωρο και να είμαστε στην τσίτα για να δείξουμε «καλά» και αυτό «να βγει προς τα έξω», ώστε να μην χάσουμε το έπαθλο του 1.000.000 ευρώ, ή μάλλον στη δική μας περίπτωση του «γαμπρού», ή της «νύφης» της ζωής μας.
Διατηρούμε επαφή γιατί φοβόμαστε ότι χάνουμε το μέλλον μας, το ιδανικό μας, το στεφάνι μας. Φτάνουμε σε ένα τέλμα και μένουμε με το στόμα ανοιχτό, ένα ύφος θλιμμένο και ένα μυαλό πιο χαμένο από ποτέ, αν και να σας πω την αλήθεια μου το τελευταίο δεν το πιστεύω και τόσο.
Όταν φτάνει η αρχή του τέλους, το νιώθεις. Το αισθάνεσαι. Ξέρεις.
Όχι, δεν είναι πια ο άνθρωπος που ήξερες. Κάθεται περισσότερες ώρες στον υπολογιστή, ενώ είναι μαζί σου, παρά στην αγκαλιά σου. Το καφέ αυτό στην Πλάκα που βγήκατε το πρώτο σας ραντεβού και έπειτα έγινε στέκι σας, έχει μήνες να σας δει. Σας έφαγε το σπίτι και το κρεβάτι.
Καλέ που πήγε το μυαλό σας; Σεξ; Ούτε λόγος. Άθλημα ένδοξων εποχών. Περασμένα μεγαλεία.
Έχεις φτάσει σε ένα σημείο που φέρνεις λίγο σε ρομπότ, το ξέρεις έτσι; Σου λείπουν μόνο κομμάτια τεχνικά για να τελειοποιηθείς. Θες να σου το αναλύσω περισσότερο μήπως για να καταλάβεις ότι απλά δεν πάει άλλο;
Ναι ναι, το ξέρω. Είχες εναποθέσει πολλές ελπίδες σε αυτή τη σχέση χρόνια τώρα. Σχέδια, πλάνα, ταξίδια. Πάντα όλα στον πρώτο πληθυντικό. Καραμέλα.
Γι’ αυτό δε μας γουστάρω. Γιατί ολόκληρες ιδέες σαν αυτήν της «ένωσης», τις διαστρεβλώσαμε σχεδόν ολοκληρωτικά με το έτσι θέλω, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε έναν πούστη εγωισμό, να πάρουμε μιαν ακόμα επιβεβαίωση, να μη μείνουμε μόνοι.
Δακρύζω σχεδόν από τα γέλια. «Φοβόμαστε μη μείνουμε μόνοι». Μόνοι ερχόμαστε, μόνοι φεύγουμε. Hello!
Ναι, πεταχτείτε γραφικοί μου φίλοι και διορθώστε με «Δεν πορευόμαστε μόνοι όμως!». Συμφωνώ. Αυτό είναι θέμα επιλογής.
Όχι όμως να χρησιμοποιούμε ανθρώπους και σχέσεις υποτυπώδεις, καμουφλαρισμένες με μπόλικη αγάπη και λουλούδια από φόβο.
Αυτό είναι κάτι περισσότερο από γελοίο και θλιβερό μαζί.
Γιατί τι είναι οι σχέσεις τέλος πάντων; Προεκλογικό τηλεοπτικό σποτάκι ή μήπως συμβόλαια οικονομικά που χρωστάς, οφείλεις να εξοφλήσεις μέχρι το 2020 και μετά αφότου τραβήξεις τα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας για να τα βγάλεις πέρα σου κάνουν και δώρο και ένα μικρό Τζίζους για να έχεις κάτι να θυμάσαι;
Είναι αξιολύπητο αυτό που κάνεις, νιώσε το. Βάζεις τη «μάσκα της αγάπης» γιατί φοβάσαι να φύγεις.
Φοβάσαι για το πώς θα ζήσεις χωρίς την καλημεροκαληνύχτα σου.
Άνθρωπέ μου πρέπει να μάθεις να λες «τέλος». Η μάσκα της αγάπης δε μπορεί να σε κρατήσει. Ούτε η ίδια η αγάπη μπορεί, όταν την έχεις εξισώσει με συνώνυμα της ασφάλειας και του φόβου της μοναξιάς.
Σε πιάνει απελπισία «Μα τον αγαπάω… είχαμε κάνει τόσα όνειρα μαζί»… Και ο έρωτας; Και το πάθος; Ο ενθουσιασμός; Οι τσάρκες σας κάτι ηλιόλουστα απογεύματα; Tι απέγιναν όλα αυτά; Έπιασε μπόρα και σταμάτησαν;
Πνίγηκαν. Αυτό έγινε. Και βούλιαξαν.
Γιατί όλα κάποια στιγμή τελειώνουν, γιατί έτσι πρέπει. Και δημιουργούν αναμνήσεις. Γιατί έτσι επίσης πρέπει. Γιατί μέσα από όλα αυτά μαθαίνουμε, κερδίζουμε μόνο και γινόμαστε πιο δυνατοί.
Όχι μόνο γιατί παραμένοντας κάπου συμβατικά μας κοροϊδεύουμε, αλλά γιατί κυρίως κοροϊδεύουμε και τον άνθρωπο που υποτίθεται είναι «ο άνθρωπός μας».
Και μετά το παραμύθι ξεφτίζει και ξεφτιλίζεται όσο δεν πάει και είναι τόσο κρίμα.
Πάτα γερά στα πόδια σου άνθρωπέ μου και περπάτα. Δυνατά κι αποφασιστικά προς την πρώτη έξοδο.