Το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να βασανίζει μια ανθρώπινη ύπαρξη είναι με διαφορά η μοναξιά. Εκεί που η μόνη σου παρέα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Πόσο ανυπόφορος μπορεί να γίνει; Πόση θλίψη μπορεί να σου προκαλέσει η έλλειψη της επικοινωνίας;
Όσο συμβιβασμένος και να είσαι με την ιδέα της μοναξιάς έρχονται κάποιες γαμημένες στιγμές, που κάθε κύτταρό σου ζητάει απεγνωσμένα την παρουσία ενός ανθρώπου δίπλα σου, δικού σου.
Όσο και να διατυμπανίζουν οι αντικομφορμιστές ότι τα Χριστούγεννα είναι μια εμπορικοποιημένη αηδία, ποτέ δε θα σταματήσει να απαιτεί επιτακτικά μια νότα χαράς και ελπίδας. Σου ζητάει, σχεδόν σε εκλιπαρεί, να νιώσεις ευτυχία. Γενικότερα να νιώσεις.
Η Μαίρη τα τελευταία τρία χρόνια, κάθε χρόνο τέτοια εποχή βίωνε το προσωπικό της βάσανο. Επιτυχημένη δικηγόρος, κλασσικό δείγμα εργασιομανούς, που δεν επέτρεπε στον εαυτό της να αισθανθεί ό, τι της έλειπε και ό, τι ένιωθε. Και της έλειπαν πολλά.
Δεν επέτρεπε στον εαυτό της, να το παραδεχτεί. Κάθε Χριστούγεννα όμως, λες και το είχαν συμφωνήσει, να του δίνει την άδεια, να τον απαλλάξει από όλη την εσωστρέφεια που την εγκλώβιζε όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Καθόταν σπίτι της με ένα μπουκάλι τζιν, έβαζε πολύ χαμηλά τη μουσική κι έκανε τον προσωπικό της απολογισμό.
Χαμηλά η μουσική, να μην ενοχλεί τις σκέψεις.
Τελειωμένες σχέσεις, έρωτες μισοτελειωμένοι, λάθη και αυτοκριτική. Αλλά τώρα ήταν μόνη. Μόνη έπινε, μόνη κάπνιζε, όλα μόνη. Δεν ήθελε κανέναν δίπλα της. Κανέναν που θα σπαταλούσε άσκοπα το χρόνο της. Παρασυρόταν στους συνειρμούς της και χανόταν. Εκεί ανάμεσα στο τρίτο και τέταρτο ποτό πάντα πήγαινε πολύ πίσω εκεί που η καρδιά της σπαρταρούσε για έρωτες και πάθη.
Αναρωτιόταν τι απέγινε αυτό το κοριτσάκι, το ημίτρελο και έχασε την αίγλη του. Τώρα απλά άμυνες για να μη τις προσβάλλουν το μέσα της. Στα δεκαεφτά ερωτεύτηκε ή τουλάχιστον έζησε την πιο αθώα απομίμηση έρωτα. Σε ένα νησί όλο έρωτα. Πάνω σε μια βέσπα ένιωσε να πηγαίνει τα πιο μακρινά ταξίδια. Σε παραλίες, Δεκέμβρη μήνα να τσακώνεται όλο μένος και να διεκδικεί. Πρωτοχρονιά η μόνη της ευχή, αυτό το σκίρτημα να κρατήσει μια ζωή.
Και τώρα μετά από μια δεκαετία, να αναπολεί την αθωότητα του τότε. Αναλογιζόμενη με πόσο απλά πράγματα μπορεί να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος, έσκασε ένα στραβό, ειρωνικό χαμόγελο. Πόσο μικρή ένιωσε που σταμάτησε να διεκδικεί την ευτυχία της. Κάπου εκεί έχασε την ουσία των πραγμάτων.
Ένιωθε μόνη να μην αντέχει τον ίδιο της τον εαυτό, να μη μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με τις ίδιες της τις σκέψεις. Μα τα είχε όλα και συγχρόνως τίποτα.
Μια αγκαλιά και ένα σ’ αγαπάω της έλειπαν. Ασυναίρετα και τα δυο. Ένα δείπνο για δυο και ένα τανγκό με πυτζάμες, αυτό θα την έκανε ευτυχισμένη. Αγάπη της έλειπε.
Το έβλεπε καθαρά. Όχι μόνο να πάρει, αλλά και να δώσει. Εγκλωβισμένη μέσα της τόσο καιρό είχε αρχίσει να αγανακτεί, να θέλει να μοιραστεί. Ξέρεις θέλει κότσια να παραδεχτείς ότι κάνεις λάθη. Σκέτος ψυχαναγκασμός.
Έτσι ξαφνικά η ώρα τρεις τα μεσάνυχτα αποφάσισε να της κάνει ένα δώρο, ενθύμιο για μια ζωή.
Τηλεφώνησε στον εφηβικό της έρωτα. Παραδόξως, είχε το τηλέφωνό του. Υπήρξαν αντίδικοι κάποτε σε δίκη που κέρδισε.
Μετά από δέκα δευτερόλεπτα νεκρικής σιγής και αφού είπαν τα τυπικά του έκανε δυο ερωτήσεις. Αν έχει τη βέσπα του ακόμα και αφού η απάντηση ήταν καταφατική, του πρότεινε να πάνε μια βόλτα στη θάλασσα όπως τότε.
Αυτή της η απόφαση που της πήρε μόλις κάποια δευτερόλεπτα για να τη σκεφτεί, ήταν η πιο λογική που είχε πάρει την τελευταία δεκαετία.
Ένιωσε η Μαίρη των δεκαεφτά με τα σταράκια της και τα μαλλιά σγουρά. Και ένας άνθρωπος δικός της. Μετά από τόσα χρόνια ακόμα τον αγαπούσε. Ούτε απωθημένα, ούτε άρρωστα πάθη και μαλακίες. Αγάπη ουσιαστική, πληρότητα συναισθηματική, ασφάλεια. Της είχε λείψει και εκείνος και εκείνη.
Τελικά δεν της έλειπαν και πολλά πράγματα. Η θάλασσα, μια αγκαλιά και στιγμές γεμάτες από ευτυχία έστω και νοσταλγική.
Η μοναξιά δεν αποτάσσεται με παρέες, ποτά και ξενύχτια. Η μοναξιά θέλει περίθαλψη και μπόλικη αγάπη. Έναν, δυο, τρεις ανθρώπους το πολύ, να γεμίσουν τα μέσα σου από την ανιδιοτέλεια και τη δοτικότητά τους.
Μην την υποτιμάς την μοναξιά και κυρίως μην υποτιμάς τον ίδιο σου τον εαυτό.
Σ’ αγαπάει, όσο τον αγαπάς.