Με πόσες φαντασιώσεις μπορεί να είναι φορτωμένος κάθε άνθρωπος;
Ένα χρώμα μια μυρωδιά, μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να πυροδοτήσει την φαντασία από το πουθενά και να σκαρώσει τα πιο απίθανα σενάρια.
Σπάνια εξομολογούμαστε τις φαντασιώσεις μας και ας μας έχουν γίνει εμμονές πολλές φορές.
Η Μαρία είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα στην οδό Κοσμάκη, στο κέντρο της Αθήνας.
Πολύβουη και πολύκοσμη η Αθήνα, εκατοντάδες πρόσωπα συναντάς καθημερινά ελάχιστα γυρνάς να προσέξεις. Στην πολυκατοικία της Μαρίας έμεναν κάθε λογής άνθρωποι, φοιτητές, οικογένειες, εργένηδες, ηλικιωμένοι. Με κανέναν δεν είχε αναπτύξει ιδιαίτερες επαφές, σχεδόν αντικοινωνική και εσωστρεφής.
Μια από τις Κυριακές που απολάμβανε την ησυχία με τον καφέ της η προσοχή της αποσπάστηκε από κάτι γλυκανάλατες στιγμές ευτυχίας που της προσέφερε το ζευγάρι που έμενε στην ακριβώς απέναντι πολυκατοικία.
Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, ωστόσο ασυνείδητα ανά διαστήματα, γυρνούσε και έριχνε κλεφτές ματιές μήπως και τους πάρει το μάτι της. Δεν έδωσε περαιτέρω σημασία εκείνη τη μέρα.
Οι μέρες περνούσαν και η Μαρία χωρίς να το παίρνει είδηση είχε γίνει το βιονικό μάτι των γειτόνων της. Ήξερε το πρόγραμμά τους πάνω-κάτω και τους παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον.
Κάποια στιγμή αναλογίστηκε ότι όλη αυτή παρακολούθηση της είχε γίνει συνήθεια.
Και δεν της είχε γίνει συνήθεια γιατί είχε βίτσιο με το μπανιστήρι, αλλά γιατί ο γείτονάς της ήταν κάτι παραπάνω από ελκυστικός.
Είχε πλάσει με το μυαλό της διάφορες ιστορίες. Στη θέση της γυναίκας τοποθετούσε τον εαυτό της και μοιραζόταν τα ίδια συναισθήματα. Φαντασιωνόταν να της χτυπάει την πόρτα και έτσι ξαφνικά να χάνονταν στη δίνη ενός ουτοπικού έρωτα.
Μαγείρευε και φανταζόταν ότι κάπου εκεί γύρω της θα εμφανιζόταν ο μυστήριος εραστής της να την επαινεί για τις επιδόσεις της.
Άρχισε να μαθαίνει από αριστερά και δεξιά πληροφορίες για τον άγνωστο-γνωστό της. Το λοιπόν, ο κύριος ήταν αρχιτέκτονας, γύρω στα τριάντα, φρεσκοπαντρεμένος και δυστυχώς για τη Μαρία πολύ ερωτευμένος. Το είχε αντιληφθεί και η ίδια μετά από τόση παρακολούθηση άλλωστε. Όμως η φαντασία δε γνωρίζει όχι και δεν έχει σύνορα.
Συνέχιζε το καθιερωμένο της παρατηρητήριο και εστίαζε ιδίως σε στιγμές που το αντικείμενο της φαντασίας της ήταν μόνο του.
Τον χάζευε να φτιάχνει τον καφέ του και να απολαμβάνει το πρώτο του τσιγάρο στο μπαλκόνι, να παρακολουθεί τις ειδήσεις των οχτώ και να κάνει την καθιερωμένη του σαρανταπεντάλεπτη γυμναστική. Κάθε φορά η φαντασία της η πλανεύτρα να κάνει όνειρα και σενάρια.
Έπλαθε ολόκληρους διαλόγους με το νου της και τίποτα δε nτη σταματούσε.
Μια από τις αγαπημένες της Κυριακές ξύπνησε και ένιωσε μόνη.
Το ζευγάρι έλειπε και οι ώρες της περνούσαν βασανιστικά. Εκεί ήταν που ξύπνησε.
Το μυαλό της γύρισε 180 μοίρες και βάλθηκε να συνειδητοποιήσει τι παιχνίδι της έπαιζε τόσο καιρό. Ζούσε μέσα από τη ζωή των απέναντι και παράλληλα, μέσα στη φαντασία της.
Ο τριαντάρης της απέναντι πολυκατοικίας νόστιμος μεν, παντρεμένος δε. Με τι πήγαινε να μπλέξει; Και όλα αυτά στη φαντασία της.
Εκεί που κατέληξε η Μαρία ήταν ότι χρειαζόταν άντρα, σε σάρκα και οστά. Η μοναξιά της την είχε θολώσει τόσο πολύ που δεν ξεχώριζε φαντασία από πραγματικότητα.
Έκλεισε τις κουρτίνες της και όταν τύχαινε καμία φορά να τους πετυχαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας τους χαιρόταν απλά και ειλικρινά.
Πόσες φορές μας έχει τύχει να φαντασιωνόμαστε σκηνές ολόκληρες απ’ αυτές που θα θέλαμε ιδανικά να ζήσουμε; Η φαντασία είναι το αντίδοτο στην ανία ενίοτε και στην απογοήτευση της πραγματικότητας.
Μπερδεύουμε αυτό που θα ζούμε, μ’ αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει.
Δε ξεχωρίζει το μυαλό το παρόν της πραγματικής ζωής από την παραλληλία του παρόντος του μυαλού. Η μοναξιά, κυρίως, παίζει περίεργα παιχνίδια.
Καμιά φορά βέβαια ξεφεύγει ο νους και ζει ευτυχισμένος με το δικό του σενάριο και τη δική του σκηνοθεσία.
Αλλά καλύτερα να βγεις εκεί έξω και να υλοποιήσεις το δικό σου ονειρικό σενάριο, παρά να ξυπνήσεις άτσαλα και να έρθεις αντιμέτωπος με το βίαιο παρόν που έχεις αφήσει πίσω σου.