Σήμερα θα γράψω τιμής ένεκεν σε ένα φίλο, που βρεθήκαμε για λίγο, αλλά μου έμαθε να νιώθω, να βιώνω εμπειρίες μέχρι το μεδούλι και κυρίως να μην αποτάσσομαι ποτέ αυτό που είμαι.
Το Γιώργο το γνώρισα στη Θεσσαλονίκη προ τριετίας, μόλις είχα μπει στα δεκαοχτώ κι αυτός γύρω στα είκοσι οχτώ. Πολιτικός επιστήμονας με μεταπτυχιακά και διδακτορικά στο βιογραφικό του, σε Ευρώπη και Αμερική, αλλά κυρίως άνθρωπος χορτασμένος. Από αυτούς που ξέρεις ότι θα βγεις μαζί τους και θα πρέπει να έχεις καβάτζα δυο-τρία πακέτα τσιγάρα, μη τυχόν και ξεμείνεις και χρειαστεί να διακόψεις την κουβέντα.
Κάθε φορά που θα τύχαινε να τον έβλεπα, έπρεπε να είμαι σίγουρη ότι τ’ αυτιά μου θα είναι ανοιχτά και το μυαλό μου άδειο. Πώς αλλιώς να καταφέρω να απορροφήσω τόσα νέα δεδομένα;
Ο Γιώργος, ήταν απ’ τους τυχερούς που είχε την οικονομική ανεξαρτησία να νοικιάζει και να συντηρεί ένα ευρύχωρο loft στο Πανόραμα. Διακοσμημένο σε minimal στυλ, σε γήινες αποχρώσεις, εκτός από έναν τοίχο που ήταν βαμμένος κόκκινος. Το κόκκινο το σκούρο, που σε τρομάζει η τόση του ένταση. Πάντα με προβλημάτιζε αυτός ο τοίχος.
Πήγαινα πολύ συχνά σπίτι του, μου άρεσε η καλαισθησία αυτού του εργένικου σπιτιού και μου δημιουργούσε μυστήριο. Ήθελα να μάθω για όλες τις ιστορίες που έχει φιλοξενήσει. Κάθε φορά και από μια διαφορετική, μια μοναδική, απ’ αυτές που ξέρεις ότι παρόμοια δε θα ξανακούσεις. Μιλούσε για τη ζωή του με νοσταλγία, για όλα όσα είχε γευτεί.
Πάντα όμως, ένιωθα κάτι να του λείπει. Ένα κομμάτι κενό, απών. Ερωτευόταν συχνά και το πίστευε, το ένιωθε αλλά ποτέ δεν του έφτανε. Πάντα ζητούσε το παραπάνω, το απόλυτο, αυτό που θα έχει να διηγείται στα εγγόνια του με καμάρι.
Μόνο ένα βράδυ μετά από πολύ τζιν κι αφού είχαμε λύσει τα προβλήματα που ταλανίζουν ανα καιρούς την ανθρωπότητα, μου εξομολογήθηκε το μεγαλύτερό του αμάρτημα και λύθηκε και σε μένα η απορία που τόσο καιρό δίσταζα να ξεστομίσω.
Ο Γιώργος κάπου εκεί στα εικοσιδύο του, ερωτεύτηκε σφόδρα. Ερωτεύτηκε όμως, όχι αηδίες, με πάθος και πυγμή. Έφτασε στο ζενίθ της συναισθηματικής του νοημοσύνης, παράτησε τα τότε όνειρα του και αφοσιώθηκε ψυχή και σώματι στον έρωτα που του προσφερόταν απλόχερα.
Ένας έρωτας που τελείωσε άδοξα με απώλειες και τραύματα. Τέτοιοι μεγάλοι έρωτες συνήθως, δεν έχουν happy end. Δεν μπορούν ν’ αντέξουν το μέγεθος της έντασης, καταρρέουν από μόνοι τους και αυτό που αφήνουν πίσω είναι πληγές απ’ αυτές που όσος χρόνος και να περάσει δε κλείνουν ποτέ.
Κάθε που αλλάζει ο καιρός, θα ανοίγουν έστω και για λίγο, θα κάνουν μια μικρή γιορτή για χάρη των περασμένων μεγαλείων και θα κλείνουν πριν το ρολόι χτυπήσει δώδεκα.
Τον στιγμάτισε αυτή η γυναίκα που ποτέ δε μου ανέφερε το όνομα της, πάντα έρωτα την έλεγε και την ευγνωμονούσε που πέρασε από τη ζωή του. Κατόπιν όλης της εξομολόγησης, μου εκμυστηρεύτηκε και γιατί υπάρχει αυτός ο πορφυρός τοίχος στο σπίτι του.
Έβαψε κόκκινο τον τοίχο, φόρου τιμής στον έρωτα, που του έκανε την τιμή να περάσει απ’ αυτό το σπίτι. Για να θυμάται πάντα πόσο τυχερός υπήρξε και να μη μιλήσει ποτέ για ατυχία και μιζέρια. Του έφερνε νοσταλγία γλυκόπικρη, αλλά πάντα επιθυμητή.
Ένα πράγμα όμως, το απαρνήθηκε και του στοιχίζει κάθε μέρα και πιο πολύ. Τον έρωτα. Δεν μπορεί να ξαναερωτευτεί, τουλάχιστον όχι αυθεντικά, όχι όπως την πρώτη φορά. Κι αυτό δεν του το συγχωρεί. Προτιμάει τη μοναξιά του, τα βιβλία του, τους φίλους του αλλά όχι τον έρωτα. Τον κούρασαν οι απομιμήσεις και διάλεξε να τις διώξει δια παντός.
Η μοναξιά κι ο έρωτας υπήρξαν ανέκαθεν εχθροί και δε πρόκειται να συμβιβαστούν ποτέ. Ο έρωτας απαιτεί γλέντια και χαρές δίχως ίχνος μιζέριας και αρνητισμού. Άπαξ και μπουν τα λάθος συστατικά, χάλασε η συνταγή, άνοστος ο έρωτας.
Η μοναξιά πάλι είναι μια καλοβολεμένη αρχόντισσα, θρονιασμένη στην αναπαυτική πολυθρόνα του σαλονιού σου και εσύ, ο πιστός της υπήκοος. Δε ζητάει πολλά, απλή αφοσίωση. Αν την αγαπήσεις θα μείνετε εραστές χωρίς ημερομηνία λήξης. Αν όμως μέσα σου κάτι σε τρώει, κάτι δε σ’ αφήνει να τη δεχτείς, ποτέ δε θα καταφέρετε να ζήσετε μαζί και αρμονικά.
Ποιος θα κερδίσει σ’ αυτή τη μάχη; Ο πιο δυνατός. Έχω μια υποψία για το ποιος μπορεί να είναι ο πιο ισχυρός σ’ αυτό το παιχνίδι εξουσίας, αλλά με τη ζωή, ποτέ δεν είσαι σίγουρος.
Τελευταία μέρα πριν φύγω από την πόλη του έρωτα, ο Γιώργος μου τηλεφώνησε.
«Μικρή, ετοιμάσου. Πάμε να ερωτευτούμε!»
Ποιος ξέρει, ίσως τέλειωσε η μάχη και εμείς θα υποδεχόμασταν το νικητή.