«Η κρυφή συμμετρία της αγάπης». Ακούγεται ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι; Όλοι μας, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, βρισκόμαστε σε μία μόνιμη αναζήτηση, επεξεργασία, άρνηση, εξάρτηση, αφοσίωση στην αγάπη. Είναι ένα σημείο της ανθρώπινης εμπειρίας που περικλείει και πλαισιώνει όλα τα άλλα. Αγάπη για μία δουλειά, ένα μέρος, ένα φίλο, μία κατάσταση, μία ασχολία, ένα όνειρο, ένα σύντροφο, ένα «εγώ».

Η αγάπη λοιπόν, όπως και η έλλειψή της, μπορούν με ευκολία να παρομοιαστούν με το φως, όπως και την έλλειψή του. Και τα δύο ικανά να χρωματίσουν τη ζωή μας με την παρουσία τους και τα δύο ικανά να μας ζαλίσουν στην ακμή και την υπερβολή τους και τα δύο ικανά να μας αφήσουν τυφλούς και ανήμπορους λόγω της απουσίας τους. Γι’ αυτό συνεπώς χρειάζεται ισορροπία και εμπέδωση αυτού του πολύπλοκου θέματος, που σημαδεύει, θέλοντας και μη, τις ζωές όλων μας. Γι’ αυτό η έκφραση «κρυφή συμμετρία της αγάπης» φαντάζει τόσο ελκυστική, τόσο πολλά υποσχόμενη.

Έτσι, λοιπόν, ονομάζεται το βιβλίο του Γερμανού ψυχοθεραπευτή Μπερτ Χέλινγκερ, γραμμένο σε συνεργασία με τους ψυχολόγους Γκούντχαρντ Βέμπερ και Χάντερ Μπωμόντ, το οποίο επικεντρώνεται στις πληροφορίες που έχει συλλέξει ο ίδιος πάνω στο θέμα και την εξαιρετικά πρωτοποριακή, σίγουρα αμφιλεγόμενη, αλλά και ταυτοχρόνως απροσδόκητα αποτελεσματική θεωρία και μέθοδό του. Ο ίδιος ο Χέλινγκερ αποτελεί μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα μορφή, έχοντας ζήσει από τα 17 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων πολέμου των συμμάχων ενάντια στον Χίτλερ, ενώ στη συνέχεια σπούδασε Φιλοσοφία, Θεολογία και Παιδαγωγικά και πέρασε 16 χρόνια σε ιεραποστολή στη Νότιο Αφρική, μόνο και μόνο για να παρατήσει τη θρησκευτική τάξη ύστερα από 25 χρόνια και να εκπαιδευτεί στην ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία, σε Ευρώπη και Αμερική. Καταλήγοντας γοητευμένος από τη Συστημική Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία, συνέχισε τις σπουδές και τις αναζητήσεις του και τελικώς, η πληθώρα αυτή επιρροών, τον οδήγησε στην ανάπτυξη της προσωπικής του μεθόδου.

Ο Χέλινγκερ ακουμπάει με συνείδηση και καθαρότητα, ένα μεγάλο αριθμό θεμάτων δύσκολων ή και ταμπού, όπως η ενοχή και η αθωότητα, η αιμομιξία, η υιοθεσία, η ιεραρχία γονέων και παιδιών και ο θάνατος, θέματα τα οποία έχουν απασχολήσει και επηρεάσει πλήθος ανθρώπων και οικογενειών. Δεν περιορίζεται από τη σύγχρονη μορφολογία της επιστήμης της ψυχολογίας, αντιθέτως αφήνει την ίδια την εργασία και την ατομική έκφραση κάθε ατόμου να μιλήσει μόνη της, απελευθερώνοντας οποιαδήποτε επιπλοκή μπορεί να υπάρχει στη ροή, σύμφωνα με την οποία κυλάει η αγάπη μέσα σε ένα άτομο.

Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει είναι μοναδικός κι ευφάνταστος: με ομαδικές συνεδρίες, συζητάει και παραθέτει τα όσα παρατηρεί, σε κάθε συμμετέχοντα, συχνά με έμμεσο τρόπο (π.χ. με την εξιστόρηση ιστοριών, όπου το δίδαγμα αφήνεται ελεύθερο, ώστε το καθένα άτομο ξεχωριστά να το αναλύσει και να το κάνει κτήμα του μέσω της δικιάς του προσωπικής οδού), ενώ στη συνέχεια ακολουθεί η αναπαράσταση της οικογένειας καταγωγής. Κι αυτό είναι πιθανότατα και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της δουλειάς του.

Το άτομο επιλέγει άλλους από την ομάδα, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους της οικογένειάς του. Αυτοί μπορεί να είναι από ελάχιστοι μέχρι και πολλαπλοί, συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων με πρωταρχικούς, ή και δευτερεύοντες ρόλους, ακόμα κι αυτούς οι οποίοι έχουν πεθάνει, ή δεν έχουν συγγενικούς δεσμούς με την οικογένεια. Το θέμα είναι πως όποιος επηρεάζει πραγματικά το σύστημα της κάθε οικογένειας, πρέπει να συμπεριληφθεί στην αναπαράσταση. Στη συνέχεια, ο συμμετέχων στήνει τους εκπροσώπους μέσα στο χώρο, βάζοντάς τους στις θέσεις που εκείνος κρίνει ότι είναι φυσικό: αντικριστά, δίπλα δίπλα, πλάτη με πλάτη, ή και εντελώς απομακρυσμένους και αποκομμένους τον έναν από τον άλλο.

Η βασική καθοδήγηση η οποία δίνεται στο συμμετέχοντα αλλά και τους εκπροσώπους είναι: «Κάντε  κι αισθανθείτε ό,τι σας βγαίνει φυσικά, χωρίς καμία επεξεργασία, κρίση ή κατάκριση». Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν μαγικό. Οι εκπρόσωποι φαίνεται να αφήνουν στην άκρη τα προσωπικά τους συναισθήματα και οι συναισθηματικές διακυμάνσεις τους, ανάλογα με τη θέση τους ή και τη μετέπειτα προσαρμογή αυτής της θέσης, ταυτίζεται με το άτομο της οικογένειας καταγωγής του οποίου το ρόλο έχουν αναλάβει, φυσικά δίχως να τον έχουν γνωρίσει ποτέ. Ο συμμετέχων από την άλλη, τοποθετώντας και προσαρμόζοντας τις θέσεις των μελών της οικογένειάς του, σε συσχετισμό του ενός μα κάθε άλλον, βρίσκεται αντιμετώπως με μία εικόνα την οποία μπορεί και να μην κατανοήσει απευθείας, αλλά μιλάει απευθείας στο υποσυνείδητό του, βοηθώντας τον να συνειδητοποιήσει κρυμμένες συστημικές σχέσεις, συνδέσμους και αναταραχές μεταξύ των μελών και του ίδιου του του εαυτού. Ο τελικός σκοπός είναι να τοποθετηθούν όλοι με έναν τρόπο που να φανερώνει σεβασμό και αγάπη προς όλους τους υπολοίπους.

Αναλύοντας και βουτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο στα βάθη των συστημικών σχέσεων, που επηρεάζουν κάποιον από την παιδική του ηλικία, βρίσκεται ξαφνικά και ο ίδιος αντιμέτωπος με τον τρόπο που έχει μάθει να διαχειρίζεται την αγάπη την οποία έχει μέσα του από παιδί, τρόπος ο οποίος μπορεί να έχει εξελιχθεί σε βλαβερός ή και καταστροφικός για τον ίδιο, αλλά και γι’ αυτούς που αγαπάει. Όλοι μας αγαπάμε, αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλοι μας γνωρίζουμε κι αναγνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο το κάνουμε αυτό. Η οικογένεια, οι προσωπικές μας εμπειρίες, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται και διαχειρίζεται ο καθένας μας τον εσωτερικό, αλλά και τον εξωτερικό του κόσμο, όλα δημιουργούν ένα μοτίβο, ένα σύμπλεγμα στοών και υπόγειων ρευμάτων, τον ιδιωτικό μας λαβύρινθο, μέσα στον οποίο, με κάποιον λυρικό τρόπο, μαθαίνει να προσανατολίζεται η αγάπη που κατοικεί μέσα μας, μονίμως αντιμέτωπη με απότομες στροφές, αδιέξοδα και εμπόδια.

Ίσως λοιπόν, ερχόμενοι αντιμέτωποι με το λαβύρινθο αυτό, να μπορέσει ο καθένας μας να τον αφομοιώσει λίγο καλύτερα, να δει την «κρυφή συμμετρία» για την οποία μιλάει ο Χέλινγκερ, και η οποία βρίσκεται έκδηλη σε κάθε γωνία και καμπύλη του. Ενδεχομένως τότε να μπορέσει επιτέλους να αφήσει την αγάπη να κυλήσει ελεύθερη μέσα του, πλημμυρίζοντας το λαβύρινθο όλον, έτσι που τελικώς να μην την περιορίζει και ούτε να την προσανατολίζει. Να πλημμυρίσει μέχρι το σημείο που θα πάρει τη μορφή αρχαίων ερείπιων, θαμμένων στα βάθη του ωκεανού, που όχι μόνο δεν μπορούν πλέον να καθοδηγήσουν και να πλαισιώσουν τη ζωή, αλλά αντιθέτως, στη σπάνια περίπτωση που βουτώντας κάποιος στα βάθη αυτά τα ανακαλύψει, να μπορούν μονάχα να προκαλέσουν δέος, γοητεία και μία γλυκόπικρη αίσθηση απόμακρου σεβασμού.

 

Συντάκτης: Ξαν Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου