Κοιτάζονται στα μάτια. Ο δημιουργός και το δημιούργημα. Τι έχουν να πουν ο ένας στον άλλον; Τι είδους σχέση υφίσταται στα αδιόρατα νήματα που τους αγγίζουν και τους συνδέουν παντοτινά, κάνοντας τον έναν αναπόσπαστο κομμάτι του άλλου; Πώς ορίζεται και πώς άραγε περιορίζεται αυτή η καθολική αβρότητα, η οποία βασιλεύει σε κάθε βλέμμα που ρίχνει ο δημιουργός σε αυτό που έφερε στη ζωή; Είναι μία γέννηση, σίγουρα, με την έμπνευση, τη μούσα, να προσφέρει απλόχερα τον σπόρο που μονάχα στα χέρια του καλλιτέχνη μπορεί να ανθίσει.
Ένα άνθος που το έχει η μοίρα του γραμμένο να εφησυχάσει ολόκληρη την επικράτειά με το μεγαλείο της έκτασης, της ομορφιάς, της μαγείας του. Και αν όχι, σάμπως τίποτα δεν έχει αλλάξει, ο δημιουργός του και πάλι έτσι το κοιτά για πάντα, καθώς έδωσε κομμάτι δικό του, χαράζοντας τη σάρκα και το πνεύμα του για να φέρει σε πέρας τη δημιουργία. Είναι μία αγάπη απύθμενη και αγνή, μία αγάπη καλυμμένη από φως και πίστη, ενώ ταυτόχρονα είναι έρωτας ποιητικός. Γιατί άμα δεν μπορούσε το δημιούργημα να τραγουδήσει στο δημιουργό, μία μελωδία ήσυχη σαν ψίθυρο που μονάχα αυτός μπορεί να ακούσει, μία μελωδία νύμφης ή σειρήνας που να έχει την ικανότητα να τον πλανέψει και να τον αποπλανήσει χωρίς να έχει σημασία το αντίτιμο ή η τιμωρία, τότε ποιος άραγε καλλιτέχνης θα μπορούσε και θα επέλεγε σαν τρελός, σαν κυριευμένος, σαν ερωτευμένος, να δοθεί στην έμπνευση και την τέχνη του, να ταχθεί υπέρ της και να την υπηρετήσει μία ζωή, κλείνοντας από έξω τις παράταιρες φωνές και κρίσεις;
Και το δημιούργημα κοιτώντας πίσω στα μάτια αυτού που του έδωσε υπόσταση, μορφή, χρώμα και γεύση, δεν είναι άραγε σαν να ατενίζει στα βάθη της ίδιας του της ουσίας; Τα μάτια είναι άλλωστε τα παράθυρα της ψυχής και κοιτώντας μέσα σε αυτά του καλλιτέχνη, το δημιούργημα είναι έτοιμο να σκαρφαλώσει και να ταλαντευτεί για λίγο μονάχα στο περβάζι, για δύο στιγμές προτού πέσει με αγαλλίαση στο κενό. Προτού βουτήξει με φόρα, κυριευμένο από μίας ξεχωριστής λογής έκσταση, απευθείας εντός της ψυχής που το γέννησε, που το έντυσε και στη συνέχεια το έβγαλε σε αυτόν τον κωμικοτραγικό κόσμο που τόσο ευκολά μαγεύει και άλλο τόσο εύκολα μαγεύεται, μα πιο εύκολα από όλα αγνοεί.
Αυτόν τον αναξιόπιστο κόσμο που δεν μπορεί και ούτε θέλει να αναγνωρίσει πάντοτε πως αυτό το δημιούργημα εκ φύσεως είναι κάτι ξεχωριστό και αλλοπαρμένο, ένα ψήγμα, ίσως και δύο, μίας ψυχής ξεχωριστής γιατί επέλεξε να εξωτερικευτεί και να εκτεθεί έτσι στον έξω κόσμο, παίρνοντας φόρμα υλική, φόρμα που φθείρεται, φόρμα που δε θα έπρεπε να έχει, αλλά την απέκτησε από θράσος και αντίδραση, μόνο και μόνο γιατί ως ψήγμα ψυχής, ως τέχνη, έχει τη δυνατότητα έστω και λίγο πριν φθαρεί να απλώσει τα νήματα, αγγίζοντας κάποιον ξένο. Εκείνα τα νήματα που ενώνουν μονάχα δημιούργημα και δημιουργό. Τα νήματα που κανένας ποτέ δε θα μπορούσε να δει και ούτε να κατανοήσει, εκτός εκείνου που για μία στιγμή ακούει ένα κάλεσμα πρωτόγνωρο και αυθεντικό, ένα κάλεσμα που προέρχεται από τον ίδιο το δημιουργό και τα εσώτερα του, σαν μελωδία νύμφης ή σειρήνας, και αυθόρμητα δίχως να το θέλει και ούτε να το προσδοκά, ανοίγει την καρδιά του και αφήνει τα νήματα, αυτά τα ξένα και όμως τόσο οικεία, τόσο γνώριμα, να υφάνουν αυθαίρετα μέσα του, καλύπτοντας τα κενά που έχουν δημιουργηθεί στη δική του ψυχή, στη δική του καρδιά, στη δική του ζωή.
Έτσι, όση σημασία έχει το βλέμμα και ο διάλογος μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος, άλλη τόση βαρύτητα οφείλει φυσικά να αναγνωριστεί και σε εκείνον. Σε εκείνον που άκουσε το κάλεσμα. Εκείνον που είδε τα νήματα. Εκείνον που αναγνώρισε μία γυμνή ψυχή εμπρός του κοιτάζοντας το δημιούργημα. Εκείνον που βίωσε το συναίσθημα το δικό του με τέτοια αυθεντικότητα και απελευθέρωση που κατάφερε ολοκάθαρα να δει αυτό που παρουσίασε ο δημιουργός, καμωμένο θα έλεγε κανείς, προσωπικά και ειλικρινά μονάχα για εκείνον. Εκείνον που με τόση γενναιότητα και ευγένεια, αφέθηκε να ταυτιστεί, να ερωτευτεί και να αγαπήσει την ίδια την ουσία ενός ανθρώπου που δε γνώρισε ποτέ. Και αποφάσισε να κουβαλήσει μαζί του, σαν κομμάτι δικό του πλέον, δημιούργημα αλλά και δημιουργό.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.