Κάθεσαι στην πολυθρόνα ήρεμα και χαλαρά. Πλέον σίγουρα ζαλισμένος. Εκεί, λίγο πιο απόμερα από τη βαβούρα, βλέπεις όλο το πάρτι να εξελίσσεται μπροστά σου. Οι γνωστοί άγνωστοι, οι ένθερμοι γελωτοποιοί, οι χαμένοι, οι περίφημοι, οι απρόσιτοι. Οι δικοί σου άνθρωποι. Όλοι είναι εκεί.
Σηκώνεσαι να βάλεις ένα ακόμα ποτό. Επικεντρωμένος στον στόχο σου, καθώς χύνεις το μισό μπουκάλι ούζο εκτός ποτηριού, ξαφνικά αισθάνεσαι θέρμη, εγγύτητα, δύο χέρια να σε αγαλλιάζουν. Γυρίζεις, περιμένοντας να δεις το πρόσωπο. Αλλά δεν είναι το αμόρε.
Γελάς δυνατά, διώχνοντας σχεδόν την πικρία σου. Γελάει και αυτός. Μεθυσμένα. Είστε ξανά μαζί στην ίδια ομίχλη. Υπέροχα. Ξεκινάτε να μιλάτε περί ανέμων και υδάτων και όσο η συζήτηση κυλάει, βουτάει και πιο βαθιά, σε πιο αιχμηρές έγνοιες, σε ιδέες και καταστάσεις που απασχολούν πράγματι και τους δύο σας. Ενδιαφέρον, ουσιώδες, μια συζήτηση με έναν άνθρωπο που πράγματι έχετε κάτι να πείτε. Μια συζήτηση με έναν φίλο.
Πίνετε κι άλλο και μετά λίγο ακόμα και έπειτα ξεκινάει η κατρακύλα. Σε αγαλλιάζει με φόρα και ένταση και σου ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί πως πρέπει να μιλήσετε. Οι δύο σας. Πως έχετε πολλά να πείτε. Πως μόνο εσύ θα μπορούσες να καταλάβεις αυτή τη στιγμή. Καταλαβαίνεις απευθείας πως καμία καλή κατάληξη δε θα μπορούσε να προκύψει και έπειτα συγκατανεύεις και πηγαίνετε στο μπαλκόνι.
Καθισμένοι στις ξαπλώστρες στη μία πλευρά του τραπεζιού, βλέπεις από την άλλη τη φίλη σου, κάτι παραπάνω από φίλη βέβαια πλέον, περισσότερο σαν αδερφή, να σας κοιτάει με ματιά που λαμπυρίζει. Ανεξιχνίαστο βλέμμα, αλλά σίγουρα άγρυπνο. Σίγουρα στραμμένο προς τα εσένα και το αγόρι της, ο οποίος πλέον σου μιλάει όλο και πιο σιγανά, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά. Και σου μιλάει, για ποιον άλλον φυσικά, παρά για εκείνη;
Η ομίχλη από το ποτό σε κάνει να μη βλέπεις και πολύ καλά. Αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις από το ανήσυχο βλέμμα της φίλης σου που πέφτει όλο και πιο συχνά πάνω σας, πάνω του. Η βαβούρα από το πάρτι σε κάνει να μην ακούς και πολύ καλά. Αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον πονεμένο μονόλογο του φίλου σου, όλο ιδικά αφιερωμένο σε εκείνη.
Ανάμεσα σε εκείνον και σε εκείνη. Ανάμεσά τους. Δυο άτομα που ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν και προσπαθήσαν, και σίγουρα δε θα έπρεπε όλα αυτά τα ρήματα κλίνονται σε παρελθοντικό χρόνο. Μία σχέση σίφουνας, μια από αυτές τις σχέσεις που ενώνει και χωρίζει ανθρώπους και όχι μονάχα τους ίδιους, δύο άτομα δυναμικά και ηγετικά και εσύ άθελά σου βρέθηκες ανάμεσά τους. Γιατί; Εσύ που ακούς και την μεν όταν σου μιλάει και τον δε, εσύ που κανένα λόγο δεν έχεις στην τελική για το τι συμβαίνει, τι συζητιέται και τι θα έπρεπε να υπάρχει αναμεσά τους, έχεις γίνει ο ίδιος αυτό που υπάρχει ανάμεσα τους. Κωμικοτραγικό. Και σίγουρα παρεμποδιστικό. Για όλους τους εμπλεκόμενους.
Εκείνη συνεχίζει να σας ρίχνει κλεφτές ματιές χωρίς να μιλάει και ο άλλος συνεχίζει να σου μιλάει χωρίς να κοιτάει πουθενά. Κι εσύ αρχίζεις και ενοχλείσαι σιγά σιγά. Αρχικά, παρανοείς λιγάκι σκεπτόμενος μεθυσμένους τρόπους να τους βοηθήσεις. Νιώθοντας, ως το ενδιάμεσο κομμάτι, κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνος για την ευημερία και την καλοτυχία τους. Σκέφτεσαι, αγχώνεσαι και μετά αρχίζεις να ενοχλείσαι ακόμη παραπάνω.
Δεν έχεις ιδέα τι ζητάνε από εσένα, τι ζητάει ο οποιοσδήποτε από τους δύο τους από εσένα, ειδικά εφόσον δεν μπορούν καν να ζητήσουν αυτό το οποίο έχουν ανάγκη ο ένας από τον άλλο. Εσύ, σε μία εξίσωση με δύο αγνώστους, είσαι μια παράταιρη δύναμη, στην οποία υψώνονται και οι δύο, και που το μόνο που μπορείς να προκαλέσεις είναι εξόφθαλμες αλλαγές στο αποτέλεσμα. Και πολύ απλά, εφόσον μπλέκεσαι σε τέτοιο βαθμό, το αποτέλεσμα δε θα είναι δικό τους.
Σηκώνεσαι λοιπόν, πλέον νευριασμένα. Αυτός ρωτάει τι συμβαίνει και αυτή σε κοιτάει με το απειροελάχιστο ψήγμα ευσυνείδητης ανησυχίας, στρέφοντας επιτέλους έκδηλα την προσοχή της πάνω σας. Και εσύ φεύγεις. Θυμάσαι τα χέρια που ήθελες να σε τυλίγουν στην αγκαλιά τους καθώς έβαζες ούζο στην κουζίνα, αυτά τα χέρια που δε βρίσκονται καν σε αυτό το πάρτι, και αρπάζοντας καπνό, τηλέφωνο και κλειδιά φεύγεις χωρίς να πεις κουβέντα. Ήρεμα και αποφασισμένα. Κατεβαίνοντας τις σκάλες βάζεις ακουστικά και χέρια στις τσέπες. Και βγαίνεις στην κρύα νύχτα. Στον έρημο δρόμο. Κινούμενος, επιτέλους, κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι, προς τη δική σου εξίσωση. Εκεί που δεν είσαι μια αταίριαστη δύναμη, αλλά ο ίδιος ο άγνωστος χ. Τελικά όλα είναι επιλογές. Έτσι δεν είναι;