Οι τρόποι και τα μέσα επικοινωνίας με τον εαυτό μας είναι περιορισμένα. Κατά κύριο λόγο βασιζόμαστε στον λόγο για να τα πούμε με τον εσωτερικό μας κόσμο, ενώ η επικοινωνία γίνεται μέσω ατέρμονου εσωτερικού διαλόγου, ο οποίος υποτίθεται πως εξυπηρετεί στην αποσαφήνιση όσων αφορούν στη ζωή μας. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως ο λόγος από τη φύση του είναι μέσο περιορισμένο, το οποίο μπορεί να παρεκτραπεί και να τροποποιηθεί με βάση την προσωπική μας ιδιοφυΐα, το μοτίβο σκέψης μας και τον τρόπο οργάνωσης των πραγμάτων που μας αφορούν. Συνεπώς ακόμη και στο λόγο μπορούν να εντοπιστούν όρια. Η επεξεργασία εικόνων, ήχων και γεύσεων δίχως τη διαμεσολάβηση του λόγου με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή οι αισθήσεις, μπορούν να μας διδάξουν πολλά για τη ζωή και τον εαυτό μας.
Το θέμα είναι πως τείνουμε να μη στηριζόμαστε στα συναισθήματα, γιατί είναι έννοιες που συντάσσονται απευθείας με την υποκειμενικότητα και τη μεμονωμένη εμπειρία. Αυτό που μας διαφεύγει συνήθως είναι πως και ο λόγος δεν είναι παρά υποκειμενική εμπειρία, καθώς όσο κι αν θέλουμε να ορίσουμε τα πάντα με τρόπο αντικειμενικό, με βάση μια οικουμενική αρχή που να στηρίζεται στη λογική και την αλήθεια, συνειδητοποιούμε πως ακόμα και οι λέξεις «λογική» και «αλήθεια» ερμηνεύονται διαφορετικά απ’ τον καθένα και άρα καταλήγουν και αυτές υποκειμενικές, αφού επηρεάζονται από την παρέμβαση και τα όριά μας.
Αυτό που μας κάνει όμως να καταφεύγουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας στον λόγο για να επεξηγήσουμε και να κατανοήσουμε τα πράγματα είναι η μαζική παραίσθηση πως ο λόγος πράγματι είναι αντικειμενικός. Ψάχνουμε κάτι πραγματικά αδιαμφισβήτητο, κάτι το οποίο να είναι γενικά αποδεκτό, ώστε να ικανοποιήσουμε την τάση που έχουμε να συμβαδίζουμε με τα κοινά και να αμφιβάλλουμε για τους εαυτούς μας. Εφόσον παρά στις ανασφάλειές μας καταφέρουμε να εξηγήσουμε στον εαυτό του τα συναισθήματά μας για μια κατάσταση, τότε αυτό που σκεφτήκαμε μάλλον είναι αποδεκτό και αληθινό, γιατί μπορεί να εκφραστεί με ένα μέσο άφθαρτο και αναλλοίωτο, τον λόγο. Ποτέ δε θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε σε καθολικό βαθμό τι συμβαίνει με τον εαυτό μας, πώς βλέπουμε τον κόσμο και τις συνιστώσες του, με τρόπο αντικειμενικό μέσω του λόγου. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αφομοιώσουμε τις έννοιες αυτές στην απόλυτη σιγή -εσωτερική και εξωτερική- δίχως να μπορούμε να τις επεξηγήσουμε πλήρως και να επιστρέψουμε τον λόγο εκεί που ανήκει, δηλαδή στη ζωγραφική, τη μουσική, τη γλυπτική, τις τέχνες, που όχι μόνο χαρακτηρίζονται από την υποκειμενικότητά του καλλιτέχνη, αλλά την προβάλλουν και με περηφάνεια. Η κατανόηση λοιπόν των πραγμάτων καταλήγει να μοιάζει περισσότερο με την ακοή, αφή, και με όσα συναισθήματα μάς προκαλούν, πάρα με την οργανωμένη τοποθέτηση των εννοιών σε κουτάκια, τα οποία μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν ορισμούς.
Καταλήγουμε λοιπόν, μέσω του περίπλοκου μονοπατιού που ακολουθεί αυτός ο μονόλογος, στο διόλου περίπλοκο συμπέρασμα πως η τέχνη είναι αδιαμφισβήτητα μια μορφή διαλόγου και επικοινωνίας. Τα πάντα εκφράζονται μέσα απ’ την υποκειμενικότητά του καλλιτέχνη και χωρίς να προσπαθεί να κρυφτεί από αυτή της την ιδιότητα είναι ίσως ένα αντικειμενικό μέσο μετάδοσης οποιασδήποτε εξαιρετικά σημαντικής σκέψης ή και συναισθήματος.
Η τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της, καθορίζει την ασάφεια της υποκειμενικής μας σκοπιάς και οποιοσδήποτε επιλέξει να ασχοληθεί με αυτή θα πρέπει να έχει σίγουρα σθένος και ετοιμότητα να εντρυφήσει στον δικό μας προσωπικό κόσμο και να δει τη ζωή μέσω της δικής μας οπτικής γωνίας. Δεν έχει σημασία εάν θα συμφωνήσει εξ ολοκλήρου ή αν θα βλέπει το ίδιο τοπίο με εμάς, καθώς το ίδιο το σημαντικό είναι η έκφραση του εαυτού μας δίχως αποσαφηνίσεις, ενώ η επιρροή που μπορεί να έχει στον παρατηρητή είναι κάτι παρακείμενο, κάτι το οποίο συμβαίνει χωρίς να είναι πρωταρχικός σκοπός. Παρατηρούμε πως η παρουσίαση του εσωτερικού μας κόσμου μέσω των χρωμάτων, των φθόγγων, του μαρμάρου ή ακόμα και των λέξεων, είναι αυτοσκοπός οποιασδήποτε τεχνοτροπίας και ο αυτούσιος σκοπός επιτυγχάνεται μόνο και μόνο λόγω της απελευθέρωσης της χαοτικής μας μοναδικότητας και των συναισθημάτων μας.
Η τέχνη καταλήγει να είναι ένα είδος διαλογισμού και αποσιώπησης -έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα- του εσωτερικού μονολόγου μας και αποτελεί εξίσου εκπληκτικό μέσο επικοινωνίας με τους συνανθρώπους μας, αφού πρόκειται για ένα είδος ανοιχτού διαλόγου. Στην προκειμένη η υποκειμενικότητά αντί να γίνεται περιορισμός, δίνει τη δυνατότητα στον παρατηρητή να αφεθεί σε μια ξένη αντίληψη που μόνο πιο κοντά μπορεί να τον φέρει σε κάτι το κοινό που μοιράζεται με τον καλλιτέχνη, κάτι που ίσως να ‘ναι κι ό,τι πιο κοντινό σε αντικειμενικότητα.
Ίσως λοιπόν να ήρθε η ώρα να επιτρέψουμε στον λόγο να επιστρέψει στη θέση που του αρμόζει και να οδηγηθούμε σε αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο: τη χρήση του ως μέσο δημιουργικότητας και απελευθέρωσης και την αντιμετώπιση της συζήτησης με το δέοντα σεβασμό, ως αυτό που είναι και θα έπρεπε να είναι, ως τέχνη.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.