«Η Φάρμα των Ζώων» είναι ένα μυθιστόρημα του Τζορτζ Όργουελ το οποίο δημοσιεύτηκε το 1945 και εβδομήντα έξι χρόνια μετά συνεχίζει, όχι μόνο να συγκλονίζει τους αναγνώστες του, αλλά και να παραμένει στην επικαιρότητα, αγγίζοντας ένα θέμα που, πράγματι, είναι συνυφασμένο με τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας μας, πιθανότατα από τις απαρχές της δημιουργίας της. Η ιστορία είναι απλή και αποδίδεται με εστιασμένη αμεσότητα: σε μια φάρμα, τα ζώα που ζουν και δουλεύουν καθημερινά, αγανακτούν με τη συμπεριφορά του ανθρώπου πάνω τους και επαναστατούν, εξοστρακίζοντας τον αφέντη τους και παίρνοντας τα ηνία της δικιάς τους πλέον φάρμας, στα «χέρια» τους. Η μέθοδος της διήγησης της πλοκής, αλλά και η επιλογή μίας τόσο ευκατανόητης αλληγορίας, δίνει στον αναγνώστη όποιας ηλικίας, την ευκαιρία να διαβάσει με άνεση και ηρεμία ένα βιβλίο, που στην πραγματικότητα αγγίζει ένα από τα πιο σύγχρονα και επίκαιρα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας.
Γραμμένο με λιτούς διαλόγους και χαρακτήρες «σύμβολα», με τους οποίους μπορεί ο αναγνώστης να ταυτιστεί, ενώ ταυτόχρονα η εξακρίβωση του ανάλογου ρόλου που τους αρμόζει στη σύγχρονη κοινωνία, είναι σχεδόν αντανακλαστική. Η μικρογραφία της κοινωνίας που αναπαρίσταται εντός των σελίδων του μυθιστορήματος είναι τόσο επιτυχής, όσο και ανατριχιαστική. Η φράση «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά ορισμένα ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα» συνοψίζει και τον πυρήνα του θέματος στο οποίο εστιάζει ο συγγραφέας. Την ανισότητα μεταξύ των θεωρητικά ίσων, την ανισότητα μεταξύ των ζώων της ίδιας φάρμας, την ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων της ίδιας κοινωνίας, που όχι μόνο δεν εκλείπει, αλλά καταλήγει να γεννιέται από τα ίδια τα μέλη της, να υποστηρίζεται και να αναπτύσσεται εκθετικά, ακόμα και όταν η πρόθεση, ή μάλλον η πρόφαση, είναι η ισονομία, η ισοτιμία, η ευημερία όλων μέσω της συνεργασίας.
Το πολιτικοκοινωνικό μήνυμα ευσταθεί, με όποια σύγχρονη κοινωνία και να παραλληλιστεί. Η κατάληξη, δυστυχώς, φαίνεται να είναι πάντα η ίδια, όσο συγκαλυμμένα και να παρουσιάζεται. Η δύναμη των λίγων πρεσβεύεται από τον πυρήνα της εκάστοτε δημοκρατίας και η εκμετάλλευση των πολλών, όσο αλλόκοτο και να ακούγεται αυτό, ήταν και είναι γεγονός. Εντέλει, η ίδια η λειτουργία της κοινωνίας, όπως και της φάρμας των ζώων, την οποία με μια σαφέστατη μεταφορά καταλήγουν να διοικούν τα γουρούνια, μοιάζει περισσότερο με ψυχολογική μάχη, της οποίας τα πιο εύχρηστα δημιουργήματα είναι η προπαγάνδα με σκοπό την αίσθησης της εξαίρετης ικανότητας των λίγων, η εκμετάλλευση των πόρων και η στέρηση της αληθούς πληροφόρησης από τους πολλούς.
Ολόκληρη η ιστορία και το θέμα το οποίο πραγματεύεται, μπορεί τελικώς να εντοπιστεί ανάμεσα σε δύο πόλους: το όραμα και την εφαρμογή του στην πράξη. Όπως στη θεωρία του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία, απλουστευμένα, η μία και πραγματική κατάληξη που θα έπρεπε να υπάρχει εντός μιας κοινωνικής δομής, ήταν η απόλυτη ισότητα και ο οποίος εφαρμόστηκε όχι μόνο ανεπιτυχώς, αλλά μάλλον δρώντας ανατρεπτικά και ενάντια στον ίδιο τον πυρήνα της ιδεολογίας του λόγω της εκμετάλλευσης των παραθύρων που δημιουργήθηκαν στο σύστημα από όσους βρισκόταν σε θέση να τα εντοπίσουν, έτσι συμβαίνει και στη φάρμα των ζώων. Αυτή τη σχέση μεταξύ οράματος και εφαρμογής δηλώνει ο Όργουελ με το συγκεκριμένο έργο του. Το πιο δυστυχές από όλα, είναι μάλλον πως η κατανόηση και ο εντοπισμός του προβλήματος που δημιουργείται ενδιάμεσα των δύο πόλων, αυτό δηλαδή που στέκεται σαν εμπόδιο εμπρός της επιτυχούς πραγματοποίησης της ιδέας, είναι οι παράγοντες που συντελούν στην υλοποίησή του, είτε αυτοί λέγονται ζώα της φάρμας, είτε άνθρωποι της κοινωνίας. Εφόσον η αναγνώριση, λοιπόν, του θέματος είναι τόσο εύκολη, ώστε να μπορεί να αποδοθεί με τρόπο κατανοητό μέχρι και για παιδιά μικρότερων ηλικιών, η φύση του προβλήματος αλλάζει, γιατί δεν έγκειται πλέον στον εντοπισμό, αλλά στην έλλειψη αντιμετώπισής του από τους πολλούς, ή ακόμα και από τους λίγους. Λέγεται πως το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση οποιουδήποτε θέματος είναι η αναγνώριση της ύπαρξής του και η αφομοίωσή του: στην προκειμένη το θέμα δεν έχει απλώς αναγνωριστεί, αλλά έχει φτάσει στο σημείο να θεσμοποιηθεί, όπως καθιστά σαφές και η ύπαρξη του συγκεκριμένου βιβλίου.
Πού καταλήγουμε λοιπόν; Μπορούμε να κοιτάξουμε την κοινωνία που μας περιβάλλει, εβδομήντα έξι χρόνια μετά την έκδοση της φάρμας των ζώων για να καταλάβουμε. Μόνο που ίσως και να μην έχουμε όρεξη να το δούμε. Ας επικαλεστούμε τότε το βιβλίο αυτό, κάθε φορά που ξεχνάμε να κοιτάξουμε, κάθε φορά που δηλώνουμε αδιάφοροι, ή και αδύναμοι να κάνουμε κάτι. Ας δούμε τουλάχιστον την κατάληξη των ζώων, όσων τουλάχιστον δεν ανήκαν στην τάξη των γουρουνιών, που περάσαν τόσα, μόνο και μόνο για να καταφέρουν να κάνουν έναν ολόκληρο κύκλο και να καταλήξουν πάλι στην αρχή, ίσως λίγο πιο κουρασμένα, ίσως λίγο πιο δυστυχισμένα, ίσως σε λίγο πιο δύσκολη θέση από ό,τι πρότινος. Ίσως έτσι να καταφέρουν να ανοίξουν και τα δικά μας μάτια.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη