Σύμφωνα με την ανατολίτικη παράδοση του Zen, ο μόνος τρόπος για υπάρξεις, είναι να αφεθείς στην ύπαρξη. Τοποθετημένο ακόμα πιο απλά, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Φυσικά, αυτό είναι κάτι δύσκολο στην κατανόησή του, ειδικά μέσα στα πλαίσια του δυτικού κόσμου. Έναν κόσμο θορυβημένο από την κίνηση, την ενεργητικότητα, τη βιασύνη, το άγχος. Η κατανόηση ενός τέτοιου ιδεατού, απαιτεί ισορροπία. Ισορροπία μεταξύ του νοητικού και του φυσικού, ισορροπία μεταξύ του εγώ και όλων των υπολοίπων, μεταξύ της ενεργητικής και παθητικής στάσης. Μια πολύ απλή εικόνα που μπορεί να βοηθήσει στην επεξεργασία μιας τέτοιου είδους ισορροπίας είναι η μορφή ενός μοναχού Shaolin καθώς κάνει την πρωινή του προπόνηση εμπρός του ναού του. Ο συνδυασμός δύναμης και αυτοσυγκράτησης, συγκλονίζει και εφησυχάζει ταυτοχρόνως τον θεατή. Απόλυτη ισορροπία.
Μια τέτοια θέση, ζυγισμένη ψύχραιμα ανάμεσα στο ενεργό και το παθητικό, οφείλει να αναζητήσει και αυτός που επιζητεί την ηρεμία, μα όχι τη στασιμότητα. Αναγνωρίζοντας όσα θέλει να κρατήσει κοντά του, είτε αυτά αφορούν υλικά, είτε σκέψεις ή συναισθήματα, το πεδίο ανοίγεται εμπρός του, αφήνοντάς τον ελεύθερο να δώσει, μα και να λάβει, όπως του αρμόζει πραγματικά. Η ίδια αναλογία αφομοιώνεται και εντός της θεματικής μιας σχέσης. Η ισορροπία οδηγεί στην αρμονία και επί της αρμονίας, βρίσκει και τον ορισμό της η χαρά.
Ο σκελετός μιας σχέσης που είναι ικανή να ανυψωθεί και να σταθεί με επιτυχία, είναι ισορροπημένος και από τις δύο προσόψεις του. Αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζεται με ευκολία από τον παρατηρητή. Αυτό είναι και το κομμάτι που αφορά τη συνεργασία, την ομαδικότητα που χαρακτηρίζει τη σχέση δύο ανθρώπων. Όμως μέσα σε κάθε ομάδα υπάρχει και η μονάδα, η οποία δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί από τα πρακτικά. Είτε τείνουμε να την βλέπουμε σαν αρνητικό, είτε σαν θετικό υποκείμενο, αναφορικά με την αξίωσή της και τη σημασία της εντός της συνισταμένης της ομάδας, το γεγονός παραμένει απτό και αναλλοίωτο: ο καθένας μας υπάρχει ως μονάδα, είναι μια ξεχωριστή ύπαρξη από όλες τις άλλες, μια ύπαρξη που διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες όσο ταυτοχρόνως ενοποιείται και μαζί τους. Εκθέτοντας τη μοναδικότητά μας όμως στο προσκήνιο, δίχως φιλοφρονήσεις και περαιτέρω στοχασμούς, παρατηρούμε πως αυτή η ίδια, έχει ως φυσικό της επόμενο την προσωπική ευθύνη που κουβαλάει ο καθένας απέναντι στον εαυτό του, που ισορροπεί απολύτως με αυτή που κουβαλάει για τους γύρω του και για το σύντροφό του.
Συνεπώς, γυρνώντας λίγο πίσω, αναγνωρίζεις πως το ίδιο πρότυπο ισορροπίας που ίσχυε για το σκελετό που δημιουργείται από κοινού, το ίδιο πρέπει να αφουγκραστεί ο κάθε σύντροφος και σε προσωπικό επίπεδο. Η συχνότερη συμβουλή και απαίτηση τείνει να είναι η βελτίωση της ικανότητας του καθενός να ακούσει το άλλο πρόσωπο της σχέσης, να προσέξει, να δώσει. Όλα αυτά απαιτούν ενέργεια. Αυτό συνεπάγεται απευθείας μια πόλωση μεταξύ ενεργητικής και παθητικής πλευράς. Για να καταλήξεις να ικανοποιήσεις τελικώς, τη συνθήκη της ισορροπίας που αναζητείται σε συντροφικό κι ατομικό επίπεδο, πρέπει να φροντίσεις και να ακονίσεις και τις δύο πλευρές. Να μάθεις να ακούς και να ακούγεσαι, να δίνεις και να παίρνεις, να νιώθεις, ενώ ταυτοχρόνως αφήνεσαι στην αίσθηση που σου προσφέρει ο άλλος.
Δεν είναι δυνατόν να αναζητήσεις την ισορροπία μονάχα εντός, όπως δε γίνεται να την προσδιορίσεις κάπου εκτός, καθώς συνηθίζει να εντοπίζεται εντός, εκτός και επί τ’ αυτά. Και προσπαθώντας να κατανοήσεις τα λεπτά νήματα που κινούν και καθορίζουν την ισορροπία, ξεχνάς την απόλυτη λύση, που είναι και η πιο απλή. Δε χρειάζεται να προσπαθήσεις να κατανοήσεις, εφόσον μπορείς να ζήσεις και να μάθεις, γνωρίζοντας πλέον εκ φυσικού, με έλλειψη οποιασδήποτε προσπάθειας. Γιατί το να ζεις δεν απαιτεί προσπάθεια, απαιτεί όμως την απελευθέρωση ενώπιων των χαοτικών πιθανοτήτων και την εξομάλυνση των προσδοκιών που συσχετίζονται με αυτές.
Οφείλεις να ζήσεις, να αγαπήσεις, να ακούσεις, να δεις. Οφείλεις να αφήσεις και τους υπολοίπους να σε ζήσουν, να σε αγαπήσουν, να σε ακούσουν, να σε δουν, από τη δικιά τους πλευρά, από το δικό τους πρίσμα, αυτό της δικιάς τους μονάδας. Καθώς αφήνεται κανείς στον εαυτό του, απελευθερώνει ταυτοχρόνως και προς τα έξω την πραγματική του ουσία, την πιο αυθόρμητη και αυθεντική του εικόνα. Υπάρχει λόγος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο; Υπάρχει λόγος να κρυφτεί κάτι τέτοιο από τον εκάστοτε συνοδοιπόρο που αποκτάμε στη ζωή μας; Μάλλον όχι. Ίσως μάλιστα η απόφαση να είναι πιο εύκολη από ό,τι συνειδητοποιούμε. Ίσως να ήρθε η ώρα να ζήσουμε αβίαστα, τολμώντας να ακουγόμαστε, χωρίς να φιλτράρουμε τα ίδια μας τα λόγια, δίχως να κρυβόμαστε πίσω από τοίχους ή μάσκες.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη