Ο έρωτας ήταν, είναι και θα είναι ένας φαύλος κύκλος. Ένας φαύλος κύκλος αναπόφευκτα φευγαλέος. Η σειρά των γεγονότων και των συναισθημάτων έχει ως εξής: η έναρξη, η ζαλάδα, η ηρεμία, η ποταπή καθημερινότητα, το τέλος. Σε κάθε ολοκληρωμένο κύκλο έρωτα που επαναλαμβάνεται, ακόμα κι αν είναι βιαστικός ή περιορισμένος, μπορείς να αναγνωρίσεις τουλάχιστον τρεις από τις προαναφερθείσες φάσεις. Είναι δεδομένο. Όπως είναι και δεδομένο πως κάθε ξεπεσμένος έρωτας, καθένας από αυτούς που έπεσαν από τον ουράνιο θρόνο τους, αφήνει στο στόμα μια γλυκόπικρη γεύση. Αυτή παραμένει ως έχει, όσος χρόνος κι αν έχει περάσει: είτε γλυκιά, είτε πικρή, είτε, σε στιγμές διαύγειας, συνδυασμένη.
Η έναρξη μπορεί να συνυφαίνεται με ευκολία με το φως. Η αβρότητα, αλλά και η αγνότητα των συναισθημάτων, η ταπεινοφροσύνη που επιδεικνύουν οι εραστές, αναγνωρίζοντας πως δεν μπορούν να είναι σίγουροι για τα συναισθήματα του άλλου, πως σχεδόν οφείλουν να ανησυχούν και να αμφιβάλλουν διαρκώς και διακαώς. Όλα αυτά συντρέχουν ώστε να διατηρείται και να επαυξάνεται, σε κάθε ανάπαυλα, σε κάθε ανάσα, σε κάθε τολμηρό βλέμμα και κάθε προσπάθεια μεστής επικοινωνίας, η μυστηριακή γοητεία του καινούργιου έρωτα. Στην έναρξη, οι ερωτευμένοι στέκουν ο ένας απέναντι στον άλλον ως πλάσματα μυθικά, που αστραποβολούν από το βάθος και την ένταση των συναισθημάτων τους.
Κι έτσι ξεκινάει η ζαλάδα. Μέσω της παραδοχής και της εξομολόγησης του αμοιβαίου έρωτά τους, περνούν και οι δύο τους στο στάδιο που, μεθυσμένοι από την ευτυχία που μοιράζονται, αντικρίζουν ο ένας τον άλλον αλλά και τον κόσμο τριγύρω τους, μέσω ενός φακού καθάριου μεν αλλά και τόσο φορτισμένου με υψηλές μονάχα τονικότητες. Οι μέρες περνούν μέσα σε μια παραζάλη κι αυτοί χαρούμενοι, πιστεύουν ακράδαντα πως ποτέ δεν πρόκειται να κατέβουν από το σύννεφο, πως δε θα πατήσουν με σταθερότητα ξανά στην κρύα γη.
Όμως ο χρόνος κυλά κι έτσι όπως οι κόκκοι της άμμου ξεφεύγουν από την οπή της κλεψύδρας, έτσι κι αυτοί, στιγμή με τη στιγμή, απομακρύνονται από την παραζάλη του έρωτά τους. Κι αυτός, όπως κι η ζωή, σταθεροποιείται και στεγανοποιείται. Τα μυθικά πλάσματα χάνουν σιγά-σιγά την αίγλη τους, επιστρέφουν στην επίγεια γοητεία και ασημαντότητα του καθημερινού ανθρώπου. Σε εκείνο το σημείο, παρουσιάζεται κι η ευκαιρία να ανθίσει η αγάπη. Και καθώς προκύπτει ο σεβασμός, η οικειοποίηση, η αμφίδρομη αναγνώριση του πραγματικού κι όχι του μυθικού, οι εραστές γίνονται ζευγάρι και περνούν στη σφαίρα της καθημερινότητας, τόσο σαν μονάδες, όσο και σαν ζεύγος.
Η καθημερινότητα δεν είναι κατ’ ανάγκη ποταπή. Απλώς μερικές φορές γίνεται. Η συνήθεια που προκύπτει από την ένωση και τη διατήρηση της ένωσης μεταξύ δύο ανθρώπων μπορεί ανά στιγμές να γεννήσει ακόμα και αποστροφή. Γιατί οι εραστές που κρύβονται ακόμα μέσα στις ξεχωριστές υπάρξεις που καθιστούν δυνατή την ένωση αυτή, επιθυμούν να βγουν και πάλι στην επιφάνεια σαν μονάδες. Κυνηγούν και πάλι την αίγλη τους, το φως, το μυστήριο, την αγωνία. Και όσο πιο γρήγορα τρέχουν προς τα εκεί, τόσο πιο απόμακρο φαντάζει αυτό το μέρος. Είναι ένα μέρος ριζωμένο στο παρελθόν. Κι οι άνθρωποι από τη φύση τους, έχουν μονάχα την ιδιότητα να κινούνται προς το μέλλον.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο τέλμα. Η απογοήτευση βασιλεύει, ο άλλοτε αγαπημένος, σχεδόν συνυφασμένος με κάποια θεότητα, άνθρωπος, γίνεται ένας εχθρός, ένα εμπόδιο που στέκεται εμπρός της ευτυχίας, που πιθανά να περιμένει και πάλι στη γωνία. Όσο περισσότερο αναλύει ο ένας τις επιθυμίες και τις ανάγκες που του στερούνται, τόσο περισσότερο φαίνεται κι ο άλλος να του τις στερεί. Σαν φτάσουμε στο τέλος, οι εραστές γνωρίζουν πλέον τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που δεν έχουν τίποτα καινούργιο να ανακαλύψουν. Έχουν λύσει την εξίσωση του έρωτά τους και βλέποντας τον άλλον, αντικρίζουν μονάχα έναν καθρέφτη, που αντικατοπτρίζει την ίδια τους τη μιζέρια. Το μυστήριο που κάποτε τους γοήτευε, αναλύεται τώρα σε μερικά απλά, διακριτά, χαρακτηριστικά γνωρίσματα που περισσότερο ενοχλούν, παρά προκαλούν τον πόθο.
Μα η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Η περιγραφή του φαύλου κύκλου του έρωτα αναφέρεται μάλλον, πιο πολύ στο πρότυπο του τραγικού έρωτα, του μυθιστορηματικού και του ανεκπλήρωτου. Ο οποίος είναι ένας τύπος του που καίει δυναμικά και κατηγορηματικά. Για μία στιγμή. Γυρίζοντας πίσω όμως, στο στάδιο της καθημερινότητας, μπορούμε να αναγνωρίσουμε κι άλλες οδούς, που οφείλουν να παρατηρηθούν και να ακολουθηθούν από τους πιο επίδοξους ερωτευμένους. Υπάρχει η οδός της σεμνότητας της αγάπης που έχουν αναπτύξει ο ένα για τον άλλον, που άμα ακολουθηθεί, θα τους προσφέρει ηρεμία, σε συνδυασμό με φευγαλέες, παρ’ όλ’ αυτά δυνατές εκλάμψεις του πρωταρχικού φωτός. Κι ίσως και να υπάρχει μία οδός δεύτερη, ακόμα πιο φιλόδοξη, ακόμη πιο σπάνια. Η οδός αυτή είναι μία αντιφατικότητα από μόνη της, καθώς προτείνει στο διαβάτη να ακολουθήσει αυτό το πρότυπο του μοιραίου έρωτα, τον φαύλο κύκλο, και να επιδοθεί σε αυτόν ξανά και ξανά. Ξανά και ξανά, με τον ίδιο εραστή. Και κάθε φορά, φτάνοντας στο τέλος, πάνω στην απαρχή της απομάκρυνσης, να αναγνωρίζει το μυστήριο που καλύπτει και πάλι σαν ομίχλη τον άλλον. Και μέσω της αναγνώρισης αυτής, να τον λατρέψει και πάλι, να ολοκληρωθεί ο κύκλος και να βρεθεί άξαφνου πάλι στην αρχή. Δεν είναι άλλωστε αυτή, η πραγματική έννοια του φαύλου κύκλου;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη