Κι όμως, η στεγανοποίηση της αλήθειας δεν υπόσχεται κανένα προβλεπόμενο κέρδος. Το απόκρυφο όφελος προσδιορίζεται κάπου εντός του σταδίου του κυνηγίου, καθώς ό,τι αποσκοπεί ο οποιοσδήποτε κυνηγός επικηρυγμένων αληθειών να κερδίσει μέσω της εξάπτουσας διαδικασίας, βρίσκεται κρυμμένο ακριβώς εκεί. Στο κυνήγι της αλήθειας, όπως και να την έχει στολίσει· με λάβαρα και ιαχές, με ερωτισμό και κρυφές ματιές, με πόνο και σκέψεις ζοφερές. Στο κυνήγι της αλήθειας, η οποία μονίμως φαντάζει να τρέχει αλαφιασμένη να κρυφτεί από τον εκάστοτε τολμηρό, ακριβώς στην άκρη του οπτικού του πεδίου, στο επίκεντρο μιας μάχης άλλης, μιας αγκαλιάς ξένης, μιας κατάθλιψης ακόμη πιο βαριάς.
Έτσι, το πλεονέκτημα εντοπίζεται άξαφνου σε ό, τι εφάπτεται στην ακροαματική διαδικασία και μάλλον όχι στην ίδια την αμφιλεγόμενη αλήθεια, όπως και ούτε στη διαδικασία κατοχύρωσής της. Ο κυνηγός, συνεπώς, γίνεται δημιουργός μιας δικής του επαναστατικής αποσαφήνισης των προϋπάρχοντων αληθειών, που πλέον έχοντας βγει στην αγορά εδώ και πολύ καιρό και έχοντας πλέον ξεπεραστεί, αφήνονται στην εντροπία που υπάρχει αδιάλειπτα επί των πάντων και αναγεννιούνται ως πρωτότυπες μορφές πραγματικότητας από ξεχωριστές αυτοτελείς οντότητες που βρίσκονται σε κατάσταση εξέγερσης.
Οι αυτοτελείς οντότητες ετούτες, που μονάχα εμπνευσμένες μπορεί κανείς να τις βαφτίσει, καθιερώνονται ως επαναστατικά πνεύματα με αντιληπτικές ικανότητες που καθορίζονται από μια κρυσταλλική καθαριότητα και μια ανατρεπτική αίσθηση μιας ομαλότητας που κατακτιέται μονάχα μέσω της αναταραχής. Ως υπάρξεις που δεν καυχιούνται, μα διακριτικά κυνηγούν μια ιδιωτική αλήθεια, τολμούν να αμφισβητήσουν όχι μόνο τη σκέψη τους, αλλά και τον τρόπο προσέγγισής τους προς αυτή διασαφηνίζοντας ακμές, κορυφές και έδρες πραγματικότητας που σμιλεύουν ως κύβους.
«Ο κύβος ερρίφθη», λοιπόν, και ο οποιοσδήποτε αυτοτελής παράγοντας γίνεται ιδιοτελής, αποσκοπώντας στην εδραίωση του δικού του κύβου αλήθειας ως κατεστημένο. Η παρωδία, όμως, αναδύεται τραγικά από τους υπερβολικά γυαλισμένους κύβους που έχουν στην κατοχή τους. Οι επιφάνειες, γυαλισμένες με μανία πλέον καθώς είναι, καταλήγουν να έχουν ιδιότητες αντικατοπτρισμού και η επαναστατικότητα της αυθυπαρξίας χάνεται μέσα σε μία σφαίρα υπεροπτικής επαλήθευσης του εαυτού.
Μα ούτε αυτό ξεπερνά τα προϋπάρχοντα χνάρια της προπαγάνδας και της τυραννίας της «οικουμενικής αλήθειας» και έτσι καταλήγουμε, πως ίσως η μοναδική συνειδητοποίηση που αξίζει να συμπεριλάβει κάνεις στην προσωπική του ανάπλαση μιας ολικής κοσμοθεωρίας, είναι αυτή· ότι το μόνο που έχει να κάνει είναι να κινείται με ελευθερία και καταστροφική διάθεση, η οποία όμως, όσο αμφίρροπη και να είναι, εξισορροπείται με τη δημιουργική του ένταση. Με ορμή κεκλεισμένη προς την κατάκτηση νέων ιδεών και τη καταστροφή τους εξ απροόπτου, οδηγούμενη με κατευθυντήριο δύναμη την, ανά πάσα στιγμή, έμπνευση, ή, πιο «μελωδικά», το στοιχείο που εντοπίζεται εντός του παρόντος του το οποίο του στερεί μεν την ανάσα από τα χείλη, την εξυψώνει δε στα ουράνια, κάνοντάς την πυροτέχνημα. Κι έτσι καταλήγουμε.
Η κίνηση που οφείλεται στην κίνηση είναι το παράγον προϊόν στο οποίο υπόκειται ο ίδιος ο σκοπός της αυξομειωμένης και σπειροειδούς αυτής κίνησης, η οποία υπόκειται είτε σε ανοδική είτε σε καθοδική τάση, αναλόγως τον ψυχισμό του κυνηγού. Η μεμονωμένη αλήθεια που εκπροσωπεί, θεωρητικά τουλάχιστον, τη βλέψη του κυνηγού, παρουσιάζεται αποσπασματικά και χάνεται στο παρασκήνιο μοναχή, λόγω της μονίμως εναλλασσόμενης φύσης της. Η θυελλώδης, αδιάκοπη αυτή μεταβολή της, στέκεται γύρω από τον εκάστοτε κυνηγό σαν ένα άλλοτε ονειρικό και άλλοτε εφιαλτικό τοπίο, το οποίο τον περιτριγυρίζει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Και τελικώς, ο στόχος της αναζήτησης του κυνηγού βρίσκεται πανταχού παρών τριγύρω του και οι παρωπίδες που φορά ο ίδιος -και ειρωνικά όχι το άλογό του- τον εμποδίζουν από το να διασαφηνίσει την ουσία της κατάστασής του και να αναγνωρίσει, όπως και άλλωστε ποθεί διακαώς, ότι σε όλο κυνήγι του, αυτός βρίσκεται βουτηγμένος μέσα στον στόχο του, μέσα στην αλήθεια, την οποία με μισόκλειστα μάτια συνεχίζει να αναζητά κάπου στον ορίζοντα. Και η βύθισή του φτάνει μάλιστα σε τέτοια βάθη, που εν τέλη καταλήγει να φτάνει επικίνδυνα κοντά στον πνιγμό. Ο κυνηγός μπορεί να λυτρωθεί και να γλυτώσει, επιτέλους, μονάχα μέσω του τερματισμού του κυνηγιού, μονάχα μέσω της κατάρριψης της ψευδαισθήσεως της μιας και μοναδικής αλήθειας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου