Έχουμε την εντύπωση ότι ζούμε σε μία εποχή που ο ρατσισμός βρίσκεται σε διαδικασία κατάρριψης. Ίσως αυτό να είναι αλήθεια: είναι γεγονός πως ο νεότερος πληθυσμός είναι όλο και πιο ενημερωμένος σχετικά με το θέμα αυτό, όλο και λιγότερο καταδεκτικός όσον αφορά φαινόμενα και συμπεριφορές τέτοιας φύσεως. Ο ρατσισμός σίγουρα δεν είναι αποδεκτός στις μέρες μας. Έτσι δεν είναι; Για πιο λόγο συνεχίζεται όμως η μακρά παράδοσή του; Όσο ενημερωμένοι και να είμαστε, όσο και να τον καταδικάζουμε μέσα στις κοινωνίες και τις καρδιές μας, ένα είναι το σίγουρο: εφόσον υφίσταται ακόμη ως μία έννοια πραγματική και χειροπιαστή, υπάρχουν ευθύνες, ευθύνες που βαραίνουν τους ώμους καθενός από εμάς.
Είτε τον αποδεχόμαστε έμμεσα ως κάτι που είπε κάποιος που θεωρούμε ανίδεο, π.χ. ένας παππούς στο λεωφορείο, που έχει μεγαλώσει σε άλλη εποχή και λογικό είναι να μην είναι επαρκώς μορφωμένος επί του θέματος, είτε αμφισβητώντας την ύπαρξή του, θεωρώντας πως οι κοινωνίες μας έχουν πλέον εξελιχθεί πέραν του θέματος, η άσχημη αλήθεια είναι πως τέτοιες αντιμετωπίσεις είναι απλώς άλλο ένα ωραιοποιημένο και αφηρημένο «νίπτω τα χείρας μου». Και κάτι τέτοιο είναι όσο μη αποδεκτή θεωρείται και η ανοιχτή, κακόβουλη ρατσιστική συμπεριφορά. Προς τον οποιονδήποτε.
Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, ο ρατσισμός έχει πολλά πρόσωπα και κρύβεται πίσω από πολλές μάσκες και πρότυπα συμπεριφορών. Το επίκεντρο μίας ρατσιστικής ιδεολογίας και διαγωγής μπορεί να είναι το χρώμα του δέρματος, η εθνικότητα και η θρησκεία, όπως επίσης μπορεί να είναι το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η κοινωνική τάξη, η ηλικία. Είναι εύλογο να πούμε πως, δυστυχώς, ο ρατσισμός είναι μία έννοια πολυποίκιλη και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών στερεοτύπων· σαν μία απαίσια παλέτα, φορτωμένη με μια μεγάλη γκάμα διαφορετικών χρωμάτων, έτοιμη να προσφέρει τα υλικά για να ζωγραφιστούν μερικές από τις πιο άσχημες εικόνες που θα μπορούσαν, εντός της κοινωνίας μας. Ένα είναι όμως το στόχαστρο κάθε ρατσιστή, η ρίζα ίσως του ρατσιστικού φυτού, που συνεχίζει να εμφανίζεται στις αυλές μας, αμαυρώνοντας κάθε κήπο, όσο και αν αυτός είναι στολισμένος με άνθη καλών προθέσεων και εξέλιξης. Η ρίζα, λοιπόν, του προβλήματος είναι ο διαχωρισμός. Η αντίληψη πως η διαφορετικότητα των ανθρώπων μπορεί να μεταφραστεί και ως διαχωρισμός των ανθρώπων. Η διαστρέβλωση των όσων μάς κάνουν μοναδικούς τον έναν από τον άλλον, ως ιδιότητες που μάς καθιστούν άνισους.
Άνισους. Σάμπως ο άνθρωπος μπορεί να ζυγιστεί και να μετρηθεί με ακρίβεια, σάμπως αυτές οι μετρήσεις μπορούν να αθροιστούν, με το σύνολο του καθενός να διαιρείται με των άλλων και όλη αυτή τη διαδικασία να οδηγεί σε κάποιο πηλίκο, που να μπορεί να δικαιολογήσει την αντίληψη της ανισότητας μεταξύ των ατόμων. Ακούγεται παράλογο και εξωφρενικό κάτι τέτοιο. Σε αυτά τα θεμέλια του παραλόγου και εξωφρενικού στηρίζεται και η οποιαδήποτε ρατσιστική σκέψη και πράξη.
Το κύριο θέμα μας όμως παραμένει ένα: ζούμε, ακόμα και στη σύγχρονη εποχή της ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης, σε κοινωνίες που ο ρατσισμός κυλάει ακόμη βαθιά μέσα τους. Απλώς πλέον τα ρεύματά του είναι, σε μεγάλο βαθμό, «υπόγεια». Κάτι που τα κάνει ακόμη πιο δύσκολα στην αντιμετώπισή τους. Κάτι που δεν το βλέπεις άμεσα, όχι μόνο στους τριγύρω σου, αλλά και στον ίδιο σου τον εαυτό, είναι φυσικό και επόμενο να μην μπορείς να το αντιληφθείς και να το αναγνωρίσεις με αμεσότητα. Και το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση κάθε προβλήματος είναι, σαφώς, η αναγνώριση της ύπαρξής του. Όσο συνεχίζουμε να μην αποδεχόμαστε πως ο τρόπος και ο κόσμος που μεγαλώσαμε, έχουν αφήσει δυστυχώς, μερικά άσχημα στίγματα στις ψυχές και τις αντιλήψεις μας, όσο και για όσο δεν μπαίνουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα, απέναντι στους εαυτούς μας και τις ιδιωτικές μας σκέψεις και πράξεις, ή τις ελλείψεις τους, για τόσο τα «υπόγεια» ρεύματα του ρατσισμού θα συνεχίσουν να κυλάνε.
Εκεί που δεν μπορούμε να τα δούμε, εκεί που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε. Κρυμμένα, εντυπωμένα, όμως βαθιά. Γιατί η συνείδηση του πληθυσμού μπορεί να είναι πλέον προσδιορισμένη προς την απάλειψη του ρατσισμού και κάθε οργανωμένη κίνηση που συμβαίνει σε κοινωνικό επίπεδο, είναι σίγουρα ένα ακόμη βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Κόβοντας όμως το δέντρο, οι ρίζες του παραμένουν. Παραμένουν υπό του χώματος, εκτός του πεδίου οράσεως του κοινωνικού ματιού, έχοντας πλέον την ευκαιρία να δρουν πιο διακριτικά, με την ίδια όμως καταστροφική δύναμη. Η ανάληψη συνεπώς της ευθύνης είναι τόσο κοινωνικό ζήτημα, όσο είναι και ιδιωτικό. Είναι ζήτημα που αφορά καθέναν από εμάς, τόσο μαζικά, όσο και ξεχωριστά.
Η ιστορία θα παραμείνει ως έχει. Οι κοινωνίες μας έχουν υπάρξει έντονα προσανατολισμένες προς την υπεροχή κάποιου, έναντι κάποιου άλλου, προς την ανισότητα, προς το ρατσισμό στην κάθε του μορφή. Η ιστορία δεν αλλάζει, όμως ανήκει στο παρελθόν. Και η ιστορία μπορεί να ξαναγραφτεί. Όταν το παρόν που ζούμε σήμερα, γίνει η ιστορία που μαθαίνουμε αύριο, οφείλουμε να την έχουμε ξαναγράψει, να την έχουμε καθαρίσει σε βάθος. Έτσι ώστε μία μέρα, κάποτε, ακόμα και η ιστορία που θα μαθαίνουμε να αφορά την ισότητα των ανθρώπων, την αναγνώριση και την εξύμνηση όλων των διαφορών και των ομοιοτήτων μας. Όλων όσων μάς ενώνουν και όλων όσων μάς κάνουν μοναδικούς. Γιατί με την παραδοχή της μοναδικότητας του όλου και τους ενός, έρχεται και η αποδοχή της μοναδικότητας, που είναι τόσο έντονη και τόσο όμορφη· αυτή η απτή μοναδικότητα που καταλήγει να μάς τοποθετεί ίσα στο ίδιο επίπεδο. Αυτό του ανθρώπου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου