Κοιτάξτε κατάματα την οθόνη του υπολογιστή σας -ή την κάμερα έτσι για το εφέ- και παραδεχτείτε το μαζί με μένα.
Το έχω κάνει εγώ, η φίλη σας, η μάνα σας, ο μπατζανάκης σας, ένας που δεν τον ξέρω απ’το χωριό και ο φανταστικός φίλος της παιδικής σας ηλικίας. Ήρθε η ώρα να πείτε ότι το έχετε κάνει κι εσείς.
Ναι, έχετε «ξεχάσει» κι εσείς να αναφέρετε σε κάποιον που σας φλερτάρει ότι δεν είναι αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου. Μην προσπαθήσετε καν να μου φέρετε επιχειρήματα για να το αρνηθείτε. Ο λόγος, που όλοι προφασιζόμαστε για την αδυναμία μας να πούμε σε κάποιον ότι απλά δεν τον γουστάρουμε, είναι πολυφορεμένος, αναμενόμενος και λίγο υποκριτικός.
Ο λόγος, είναι ότι «δε θέλουμε να πληγώσουμε τα αισθήματά του». Καταλαβαίνω. Για κανέναν δεν είναι ευχάριστο να κοιτάξει κάποιον στα μάτια και να του πει ότι η μαρμελάδα δε θα δέσει ποτέ, γιατί απλούστατα, δεν ταιριάζει η μαύρη ζάχαρη με το φραγκοστάφυλο.
Κατά κοινή ομολογία, θεωρείται μάλλον πιο λογικό να αφήνουμε τον άνθρωπο να ελπίζει και να προσπαθεί επ’ αόριστον, στοχεύοντας τουλάχιστον σε μια νερόβραστη κομπόστα. Δε βλέπει κανείς άλλος ότι έτσι, τα αισθήματα που τόσο τρυφερά και με αυταπάρνηση προστατεύουμε, κινδυνεύουν να πληγωθούν πολύ χειρότερα;
Ακόμα κι αν το φλερτ είναι ξεκάθαρα μονόπλευρο και η άλλη πλευρά δε δίνει κανένα πάτημα, υπάρχει μια έννοια, εφτάψυχη όπως φαίνεται, που ακούει στο όνομα «ελπίδα». Όταν κάτι δεν το αρνείσαι, σημαίνει ότι ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον το δεχτείς. Και αν αυτό το μέλλον, αποδειχτεί πιο μακρινό κι από την Ανδρομέδα, μαντέψτε ποιος πληγώνεται τελικά: τα αισθήματα που προστατεύατε.
Αν εξαιρέσουμε τον παραλογισμό του πράγματος και αφού συνειδητοποιήσουμε ότι με αυτή τη συμπεριφορά περισσότερο κακό κάνουμε, παρά καλό, μπορούμε να προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε το θέμα λίγο πιο βαθιά.
Ανέφερα κάτι για υποκρισία παραπάνω. Μήπως, λέω εγώ τώρα, είναι τόσο ευχάριστο και ενθαρρυντικό να έχει κανείς κάποιον να ασχολείται μαζί του, που γίνεται τρομερά δύσκολο να απορρίψει αυτή τη συνήθεια; Όποιος πει ότι δε θα απολάμβανε γλυκά μηνύματα, κομπλιμέντα, ένα φανερό ενδιαφέρον ρε παιδί, κοροϊδεύει τον εαυτό του. Κι έτσι, αμέσως, γίνεται πολύ πιο λογικό να «φοβηθείς να μην πληγώσεις τα αισθήματα κάποιου».
Το εκλογικεύουμε δε τόσο πολύ, που καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ένας κάνει όμορφα όνειρα τα βράδια και ο άλλος κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Win-win situation, που λέμε και στο χωριό μου.
Πάμε τώρα όλοι μαζί: Είμαστε ψεύτες και υποκριτές και παρόλο που τις περισσότερες φορές έχουμε καλές προθέσεις, καταλήγουμε να εξυπηρετούμε τα δικά μας συμφέροντα και να ταΐζουμε το δικό μας εγωισμό, που σε λίγο θα μας ρίχνει απ’το κρεβάτι γιατί δε θα χωράμε κι οι δύο. Γιατί δε δοκιμάζουμε κάτι καινούριο;
Όταν δεν ενδιαφερόμαστε για κάποιον και δεν υπάρχει καμία πιθανότητα στον ορίζοντα να μας καταφέρει να ενδιαφερθούμε, να του το λέμε. Έτσι, θα έχει κι αυτός το χώρο και το χρόνο, να βρει έναν άνθρωπο, που θα εκτιμάει τις κινήσεις του και όντως θα συγκίνεται, αντί να σπαταλάει χρόνο και ουσία σε κάποιον που απλώς κολακεύεται.
Στην πορεία, ίσως βρούμε κι εμείς αυτόν που θα μας κάνει να ζητάμε το φλερτ του και όχι απλά να το ανεχόμαστε.
Αξίζει και στις δύο πλευρές αυτό.