Aκόμη θυμάμαι το χνουδωτό λούτρινο λαγουδάκι, που μου είχε χαρίσει κάποιος πρώην.
Κειμήλιο των παιδικών του χρόνων, που μου έδωσε χωρίς ίχνος ντροπής, τότε που θέλαμε σαν τρελοί να μάθουμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον.
Το ίδιο λαγουδάκι έπεσε θύμα δολοφονίας δια «ξεκοιλιασμού» από τα χεράκια μου, όταν η λέξη «πρώην» έπεσε στο τραπέζι για πρώτη φορά. Κάπου εκεί κατάλαβα, ότι τα παιδικά παιχνίδια που μας ακολουθούν μεγαλώνοντας, είναι επικίνδυνα.
Όταν λέω επικίνδυνα, δεν εννοώ ούτε ότι είναι δαιμονισμένα, ούτε ικανά να ζωντανέψουν εν μία νυκτί και να μας σφάξουν. Εννοώ κάτι πιο εσωτερικό και βαθύ.
Δεν υπάρχει σπίτι, που να μην έχει ένα αρκουδάκι σκονισμένο στο ράφι, ένα παζλ κρεμασμένο στο χολ ή ένα επιτραπέζιο κάτω απ’ τα βιβλία, για να φαινόμαστε περισσότερο intellectuel και λιγότερο αργόσχολοι.
Κανένα δε βρίσκεται σε «κεντρικό» δωμάτιο, αλλά όλα είναι σε περίοπτη θέση για να μας βλέπουν και να τα βλέπουμε.
Αγαπημένοι μου ψυχαναγκαστικοί φίλοι, ακόμα δεν καταλάβατε; Τα αγαπημένα μας παιχνίδια, που μας ακολουθούν όσα σπίτια κι αν αλλάξουμε, είναι εκεί για να μας δημιουργούν τύψεις.
Τύψεις, που το καλό παιδάκι της μαμάς δεν ακολούθησε τα όνειρά της, αλλά έγινε ένας άνθρωπος με δική του βούληση. Τύψεις, που τόσα προσόντα πάνε «χαμένα» σε μια καθημερινότητα που μόνο μας ευχαριστεί και δε μας προσφέρει τίποτα άλλο.
Τύψεις που το μόνο που θέλουμε είναι να περνάμε καλά όπου και για όσο. Τύψεις, τύψεις, τύψεις.
Μέχρι να έρθει μια μέρα που η δουλειά δε θα πάει και τόσο καλά ή θα κοπούμε σε ένα μάθημα και είμαστε έτοιμοι να γυρίσουμε στο πατρικό σπίτι και το παιδικό δωμάτιο.
Έτοιμοι να ξαπλώσουμε στο μονό κρεβάτι, το σκεπασμένο με λευκό σεντόνι, σα νεκρό και να αγκαλιάσουμε όσα από τα παιχνιδάκια γλίτωσαν από τη μανία μας και έμειναν πίσω. Σνιφάρουμε τη ναφθαλίνη, πιπιλώντας το δάχτυλο, αδυνατώντας να απογαλακτιστούμε.
Γιατί, αγάπες μου, είμαστε αγχόκαυλοι και παρελθοντολάγνοι.
Πλήρως διατεθειμένοι να ζήσουμε στα περασμένα, τα σίγουρα. Ξέρουμε πως όταν κάτι έχει ήδη συμβεί, δεν μπορεί να μας φέρει προ εκπλήξεως. Η συνεχής προσπάθεια να παραμείνουμε κάτι που δεν είμαστε πια, μάλλον δεν μας απασχολεί.
Οι αγαπημένοι παιδικοί μας σύντροφοι, που μας έκαναν παρέα τα καλοκαιρινά μεσημέρια που οι μεγάλοι κοιμόνταν κι εμείς βαριόμασταν, δε μας αφήνουν τώρα να προχωρήσουμε. Μας θυμίζουν συνέχεια εκείνο το γλυκό παιδάκι, που δεν μπορούσε να πει όχι στη μαμά και το μπαμπά κι όλο έτρωγε το γλυκό κυδώνι μέσα απ’ το βάζο.
Κι έτσι, μένουμε προσκολλημένοι εκεί, να κοιμόμαστε αγκαλιά με το αρκουδάκι, χωρίς να μυρίζουμε τη μούχλα. Κι ας μας πιρουνιάζει η υγρασία τα κόκαλα.
Θυμάμαι είχα ένα ράφι-που τώρα έγινε κούτα– το οποίο κοσμούσαν η Μπάρμπι πριγκίπισσα, η Μπάρμπι νύφη, η Μπάρμπι νοσοκόμα, η Μπάρμπι αεροσυνοδός, όμως δεν πρόσεξα ποτέ ότι έλειπε η Μπάρμπι-άνθρωπος-με-δικαίωμα-στην-αποτυχία.
Κι έτσι εγώ μεγάλωνα, πιστεύοντας ότι μόλις αποφασίσω ποιο δρόμο θα ακολουθήσω, αυτός θα στρωθεί αυτομάτως με ροδοπέταλα. Στο πρώτο στραβοπάτημα των Πανελληνίων, έφερα την καταστροφή με σωρό τα «αφού», τα «μη», τα «δεν», τα «αν».
Τώρα όμως που μεγάλωσα λίγο ακόμα και σιγά-σιγά θα βγάλω και Πανεπιστήμιο –τρομάρα μου– αποφάσισα ότι όλα αυτά τα χαριτωμένα ενθυμήματα θα χαθούν στη μετακόμιση.
Και γρήγορα, πριν προλάβει να μου έρθει ΕΝΦΙΑ για το σπίτι και το τροχόσπιτο της Μπάρμπι.