Ανοίγεις το netflix και βλέπεις νέα προσθήκη για το προφίλ σου. Berlin. Να ένα spin off που αξίζει την προσοχή σου. Μετά από τόσο ντόρο, τόσες συνεντεύξεις, τόσες αναλύσεις για το “La casa de papel”, είναι δυνατόν να μη δεις τη σειρά που εξιστορεί τη ζωή του πιο ενδιαφέροντος χαρακτήρα της; Δε γίνεται. Κι έτσι, πατάς play.
Η ιστορία θέλει να μας δείξει τον ληστή στην περίοδο του απόγειου της καριέρας του. Αυτό υπόσχεται άλλωστε η περιγραφή της σειράς. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο «αλλά». Ενώ ακολουθεί πάνω κάτω το μοτίβο της αρχικής σειράς, έχει εισάγει ένα πολύ έντονο στοιχείο σαπουνόπερας μέσα στην πλοκή σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί. Έτσι, βλέπεις μια κομεντί και κάπου στο βάθος αχνοφαίνεται και μια ληστεία. Παρακολουθώντας τη σειρά προσεκτικά, καταλαβαίνεις πως είσαι στο ίδιο έργο θεατής, απλώς αυτή τη φορά έχεις άλλους ήρωες και σε αφορούν κυρίως τα γκομενικά τους.
Στο φόντο βρίσκεται μια ληστεία που για να οργανωθεί, χρειάζεται να πείσει η συμμορία με αριστοτεχνικό τρόπο πως πρόκειται να σκάψει σε μια εκκλησία επειδή θεωρείται η παλιότερη του Παρισιού και βρέθηκε εκεί ένα σπουδαίο αρχαιολογικό εύρημα. Ευφυέστατο σχέδιο, αλλά είναι και το μόνο που διαφοροποιεί κάπως και την όλη ιστορία. Κατά τ’ άλλα οι χαρακτήρες μοιάζουν σε αρκετά σημεία με καρικατούρες αυτών της αρχικής σειράς, χωρίς να έχουν ταυτόχρονα το βάθος και το υπόβαθρο των αρχικών ηρώων, που μας έκαναν να αγαπήσουμε κάθε στιγμή τους.
Συνεχίζοντας με τους έρωτες, η σειρά παίζει με τα πιο κλισέ δίπολα. Έχουμε ένα ρομάντζο ανάμεσα σε δύο άτομα διαφορετικής ηλικίας, την Κέιλα και τον Μπρους. Ιδιοφυΐα η μία, το αγαθό παιδί για όλες τις δουλειές ο άλλος. Ακόμη κι η ίδια απορεί πώς αισθάνεται έλξη για αυτόν, αλλά καρδιά είναι αυτή και δεν κοιτάει διαφορές. Ένας έρωτας που δεν ενόχλησε ιδιαίτερα τον εγκέφαλο της ληστείας μας, αντίθετα με το άλλο νεαρό ζευγάρι της σειράς μας, τον Ρίο και την Κάμερον, στο δίπολο αυστηρός κι εντός πλαισίων, με έντονη, παραβατική και συναισθηματική την άλλη πλευρά. Εδώ η χημεία είναι από την αρχή έκδηλη και δεν αργεί να την αντιληφθεί και ο Berlin, ο οποίος δίνει με έμμεσο τρόπο εντολή στο Ρίο να μην κάνει τίποτα με την Κάμερον. Ο Ρίο ακολουθεί πιστά την εντολή του μιας και θεωρεί τον Berlin κάτι σαν πατέρα του, ως τη στιγμή που καταλαβαίνει πως για εκείνον η σχέση τους δεν είναι τέτοια.
Ο Νταμιάν είναι κι αυτός που κάνει την περισσότερη δουλειά, τελικά, καθώς προσέχει τους υπόλοιπους της συμμορίας και στο τέλος αποφασίζει να διεκπεραιώσει το σχέδιο για χάρη τους. Παραβλέπει τα προσωπικά του προβλήματα και στέκεται, θα μπορούσε κανείς να πει, σαν πατέρας προς όλους, όπως ο Mosque (rip) στην πρωτότυπη σειρά. Αυτός είναι κι ο μόνος χαρακτήρας που καταλαβαίνει γιατί βρίσκονται όλοι εκεί και προχωράει και λίγο τη ληστεία, όσο οι υπόλοιποι ασχολούνται με ζητήματα καρδιάς- γιατί η σαπουνόπερα δεν μπορεί να βγει ποτέ από την αισθητική της Ισπανίας.
Ο εγκέφαλος της όλης ληστείας, ο θρυλικός Berlin, απογοητεύει σε κάθε επεισόδιο. Εγώ δεν είδα κανέναν θρύλο, προσωπικά, μιας κι από ένα σημείο και μετά ο ληστής μας ασχολείται μόνο με τα ερωτικά του προβλήματα και χωρίς επιτυχία. Ερωτεύεται τη γυναίκα του άντρα που πρόκειται να κλέψει, φέρνοντας μια “You” αισθητική επί οθόνης και κάνει τη μια βλακεία μετά την άλλη παίζοντάς το ζεν πρεμιέ. Μάλιστα, φροντίζει, αφού ενοχοποιήσει το ίδιο το θύμα και σύζυγο της ερωμένης του, να το παίξει μετά καλός Σαμαρείτης απέναντι στην καλή του βοηθώντας τον να βγει από τη φυλακή.
Πάλι καλά, υπάρχουν οι επιθεωρήτριες Μουρίγιο και Σιέρα να φέρνουν λίγη από τη χαμένη αίγλη στο προσκήνιο και τουλάχιστον, μας λύνουν την απορία για το πώς γνωρίζονται αυτές οι δύο.
Απογοήτευση το Berlin. Ίσως περιμέναμε πολλά, ποιος ξέρει. Σαν συνολική εκτίμηση, λοιπόν, η σειρά δεν κατάφερε ούτε καν να πλησιάσει την αρχική, παρά μόνο να γίνει ένα κακέκτυπό της. Ακόμα κι ο τρόπος που διάλεξε να διαφοροποιηθεί, ήταν ο πιο εύκολος, προβλέψιμος και ρηχός. Μας είπε πως η αγάπη παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός ανθρώπου, έκανε μια εντυπωσιακή αρχή και μας άφησε με το παράπονο. Αν θέλεις να δεις κάτι για να νυστάξεις μια Τρίτη βραδάκι, είναι οκ. Αν όμως ζητάς κάτι παραπάνω, πολύ φοβάμαι ότι δεν αξίζει να της αφιερώσεις τον χρόνο σου. Σόρι, νοτ σόρι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου