13 Σεπτεμβρίου 1922-13 Σεπτεμβρίου 2024. 102 χρόνια πέρασαν από τη φωτιά που σήμανε την ολοκληρωτική καταστροφή της Σμύρνης κι εν τέλει το τέλος της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή της Μικράς Ασίας. Για πολλά χρόνια η φωτιά αυτή απασχόλησε τους ιστορικούς κι όσους ασχολήθηκαν με τα γεγονότα της καταστροφής, αφού όλοι είχαν το ίδιο ερώτημα. Ποιος και κυρίως γιατί έβαλε τη φωτιά;
Για αρκετό καιρό άλλοι πίστευαν πως η φωτιά προκλήθηκε από τους Τούρκους, ενώ δεν ήταν λίγοι και όσοι ισχυρίστηκαν πως μπήκε από Έλληνες στρατιώτες. Οι έρευνες που έγιναν δίχασαν αρκετά τον κόσμο, όμως τελικά ακόμη και Τούρκοι ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η φωτιά δεν προκλήθηκε από ατύχημα, όπως για χρόνια αφηνόταν να εννοηθεί, αλλά από οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης κι εξάλειψης του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία. Άλλωστε, ακόμη και το σύνθημα του ηγέτη των Τούρκων εκείνη την εποχή, Κεμάλ Ατατουρκ «Η Τουρκία για τους Τούρκους», δεν άφηνε πολλά περιθώρια παρερμηνείας των προθέσεών του.
Φυσικά, δεν έλειψαν και τα ψέματα υπό το πρίσμα της προπαγάνδας. Πολλοί έσπευσαν, εκείνη την περίοδο ειδικά, να πουν πως τη φωτιά την έβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες κατά την αποχώρησή τους ή ακόμη και οι ίδιοι οι Έλληνες ιδιοκτήτες καθώς έφευγαν. Μια άποψη που κρατάει ακόμη φυσικά αλλά που δεν έχει ιστορική βάση. Άλλωστε οι Έλληνες στρατιώτες είχαν ήδη εγκαταλείψει την περιοχή με τους περισσότερους από τους Έλληνες κατοίκους της να ψάχνουν τρόπο διαφυγής μέσα σε κλίμα φόβου κι ανασφάλειας. Αντίθετα, η πεποίθηση πως η φωτιά ήταν αποτέλεσμα οργής βρίσκει πολύ πιο πρόσφορο έδαφος καθώς υπάρχει πληθώρα στοιχείων που την υποστηρίζει.
Το όνομα Φαλίχ Ριφκί Ατάι ίσως να μην είναι γνωστό σε πολλούς από εμάς σήμερα. Ήταν, όμως, ιδιαίτερα γνωστό στους κύκλους του Κεμάλ, μιας και ο διανοούμενος αυτός ήταν από τα διακεκριμένα στελέχη του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ. Στον ίδιο ανήκει και η αποδοχή της τουρκικής ευθύνης για την πυρκαγιά της Σμύρνης, μιας και ο ίδιος ο Κεμάλ του είχε ζητήσει να βρίσκεται στη Σμύρνη τις μέρες εκείνες για να καταγράψει τη θριαμβευτική είσοδο των νικητών στην πόλη κι ήταν αυτόπτης μάρτυρας της φωτιάς, σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρώην διευθυντή ΓΑΚ Καβάλας Κυριάκου Λυκουρίνου.
Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα χρόνια από την καταστροφή και ο Κεμάλ να μην είναι πια στη ζωή, για να προχωρήσει στη συγγραφή του βιβλίου «Çankaya», ένα βιβλίο που αποτελεί την καταγραφή όσων έγιναν και ονοματίζει τους ενόχους. Στο ερώτημα λοιπόν γιατί έκαψαν τη Σμύρνη, η απάντηση είναι τόσο αφοπλιστική, όσο και ωμά ειλικρινής.
«Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε πως αν έμεναν τα κτήρια στη θέση τους, δε θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες.»
Falih Rifki Atay (1894-1971), «Çankaya» (α’ έκδοση), εκδ. Dunya Yayinlari, 1958, σελ.
Πρακτική μάλλον συνηθισμένη στους Τούρκους, αφού το ίδιο έγινε και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους Αρμένιους. Γι’ αυτούς κάθε τι που θύμιζε Ευρώπη έπρεπε πάση θυσία να καταστραφεί, διαφορετικά θα θύμιζε κάτι ολότελα ξένο και Χριστιανικό, και φυσικά έπρεπε να το αποβάλλουν. (Η παρούσα περιγραφή είναι από απόσπασμα που ήταν στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, αλλά στις επόμενες δεν υπήρχε). Σύμφωνα, πάντα, με τον Ατάι, οι χριστιανικές κοινότητες της Σμύρνης είχαν αποκλειστεί εξαιτίας του μένους που έτρεφε ο αρχηγός της Πρώτης Στρατιάς, Νουρενττίν Πασάς, για την “gavur Ismir”, aka Σμύρνη των απίστων κι έτσι τις άφησε να καούν ολοκληρωτικά.
Για τους Τούρκους ιστοριογράφους του κεμαλικού καθεστώτος, η αλήθεια βρίσκεται στον αντίποδα. Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως τη φωτιά την έβαλαν Έλληνες στρατιώτες κατά την αποχώρησή τους, παρόλο που η αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων είχε ολοκληρωθεί στις 9 Σεπτεμβρίου. Δε λείπουν και όσοι υποστηρίζουν πως η φωτιά προκλήθηκε από αρμενικές και ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις, άτομα που συνεργάζονταν με τον ελληνικό στρατό. Το τελευταίο όμως διάστημα μια νέα θέση, αθωώνει τους Έλληνες κι ενοχοποιεί τους Αρμένιους.
Η πλευρά των νικητών αντιμετωπίζει το όλο θέμα αμήχανα, αβέβαια και με υπεκφυγές. Στο Μουσείο της Σμύρνης φερ’ ειπείν η επιγραμματική επιγραφή αναφέρει ότι «οι περιστάσεις μέσα από τις οποίες ξεπήδησε η φωτιά εξακολουθούν να καλύπτονται από μυστήριο». Ενώ η πλευρά των Ελλήνων έχει να προβάλει τεκμηριωμένες αποδείξεις με πληθώρα αυτόπτων μαρτύρων, όχι μόνο προσφύγων αλλά και ξένων που βρίσκονταν στη Σμύρνη την περίοδο αυτή, που δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας πως η φωτιά προκλήθηκε εσκεμμένα και βάση οργανωμένου σχεδίου. Σύμφωνα με αυτές τις μαρτυρίες, Τούρκοι στρατιώτες ήταν όσοι έβαλαν φωτιά στα σπίτια των Ελλήνων αλλά κι αυτοί που μετέφεραν βαρέλια με εύφλεκτα υλικά και τα άφηναν κάθε 200 μέτρα. Άλλωστε η φωτιά εξαπλώθηκε ταυτόχρονα από διάφορες εστίες, γεγονός που αν μη τι άλλο δείχνει πως η φωτιά άναψε ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία της πόλης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός πως σήμερα Τούρκοι ιστορικοί, δημοσιογράφοι και ερευνητές συντάσσονται με τις μαρτυρίες αυτές και πιστεύουν πως η φωτιά ήταν συνειδητή πράξη των κεμαλικών για την ολοκληρωτική εξάλειψη και εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία.
Πολλές οι μαρτυρίες που δείχνουν ως ενόχους τους Τούρκους, αν και από την τουρκική πλευρά χρειάστηκαν 40 χρόνια και ο θάνατος του Κεμάλ, για να έρθουν στο φως. Γεγονός όμως παραμένει πως η μεγάλη φωτιά της Σμύρνης, ήταν το τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία και η αρχή της προσφυγιάς για πολλούς ανθρώπους και από τις δύο πλευρές σε δυο λαούς που πόνεσαν όσο τίποτα, έχασαν ανθρώπους, περιουσίες και υπήρξαν έρμαια των κυβερνήσεων και των μοχθηρών τους σκοπών. Και το πληρώνουν μέχρι και σήμερα.
ΥΓ1: Το κείμενο είναι αφιερωμένο σε όλους όσους βίωσαν και βιώνουν την προσφυγιά.
ΥΓ2: Είναι ιδιαίτερα αφιερωμένο στην οικογένειά μου, τις οικογένειες όσων ήρθαν πρόσφυγες το 1922 από το Ανεμούριο της Μικράς Ασίας και στις ψυχές όσων από αυτές έφυγαν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου