«Μην κάνεις αυτό, μην κάνεις το άλλο. Μην το πεις αυτό, δεν κάνει. Μα δεν είναι σωστό, τι δεν καταλαβαίνεις; Ο κόσμος τι θα πει;»
«Μη» και «δεν». Δυο τόσο μικρές λέξεις, κι όμως προκαλούν μεγάλη ζημιά. Γιατί αν αποφασίσεις να ζήσεις τη ζωή σου, ως υποχείριό τους τότε θα είσαι για πάντα δέσμιος στον τρόπο που οι άλλοι σου επιτάσσουν να ζήσεις, βασισμένοι κι αυτοί στις κοινωνικές νόρμες και στα κοινωνικά πρέπει. Κοινωνικές νόρμες και κοινωνικά πρέπει, που ενώ η κοινωνία αλλάζει αυτά μένουν αμετάβλητα μέσα στον χρόνο. Και το κακό είναι αυτό ακριβώς. Πως μένουν αμετάβλητα και παρασέρνουν προς τα πίσω κι όσους πιστεύουν σε αυτά τόσο παθιασμένα, μην αφήνοντας ούτε μια μικρή χαραμάδα για να σκεφτούν μήπως δε χρειάζεται να τα ακολουθούν τόσο πιστά. Μήπως να σταματήσουν να ρυθμίζουν τη ζωή τους με βάση αυτά. Μήπως τελικά να ρυθμίσουν αυτά μέσα στη ζωή τους, να τα εξελίξουν σύμφωνα με τους ρυθμούς που δείχνει το παρόν.
Το να μη σου ταιριάζει ο τρόπος ζωής που σου επιβάλλουν τα κοινωνικά πρέπει, δεν είναι το τραγικότερο που μπορεί να συμβεί. Ποιο είναι το τραγικότερο και φυσικά το πιο λυπηρό; Το να αποφασίσεις να υποταχτείς σε αυτά και να βάλεις τη ζωή σου σε καλούπια. Τη στιγμή που θα το κάνεις αυτό, θα έχεις σκοτώσει έναν αυθεντικό άνθρωπο, γιατί αποφάσισες, προς στιγμή έστω, να ζήσεις έξω από αυτά που επιτάσσονται, όμως μόλις η κοινωνία σου έθεσε τα πρέπει της, εσύ γύρισες στη σιγουριά που σου προσφέρει αυτός ο τρόπος ζωής, αφού, πολύ απλά, δεν άντεξες την κριτική που θα σου ασκούνταν.
Και; Ο κόσμος πάντα θα λέει, γιατί αυτό έμαθε να κάνει. Θα πει και θα ξανά πει, έμαθε να κρίνει και με γνώμονα αυτό πορεύεται και δυστυχώς μαζί του και η κοινωνία. Γι’ αυτό και οι κοινωνικές νόρμες, όσο και αν περηφανεύεσαι πως έχεις αποκτήσει μοντέρνες ιδέες, δεν αλλάζουν. Οπότε, άλλαξε εσύ. Έτσι για αλλαγή, πράξε έξω από το κουτί, κι άσε στην άκρη τη σκέψη πως θα σε κρίνουν (πάντα θα γίνεται αυτό). Βάλε μπροστά την ανάγκη να μην αφήσεις στάσιμη τη ζωή σου. Όσο προχωράς προς αυτό που θέλεις, τόσο θα παρασέρνεις κι άλλους μαζί σου να ξεφύγουν.
Φυσικά, υπάρχουν κι αυτοί που ζουν στο άλλο άκρο εντελώς. Όλοι όσοι, παρά την «κανονικότητα» που τους επιβάλλεται, αποφασίζουν να ζήσουν μια ζωή εντελώς και πλήρως ελεύθερη από αυτά. Αποδεσμεύονται σε τέτοιο βαθμό, που φτάνουν στο σημείο άκρατης ασυδοσίας, μέχρι που παύουν πλέον να ζουν για τους ίδιους αλλά υπάρχουν για να προκαλούν μια στείρα κοινωνία με αναχρονιστικές κοινωνικές νόρμες. Ίσως, όμως, το να αποφασίσει κανείς να αδιαφορήσει για τα κοινωνικά πρέπει πλήρως δε θα τον οδηγήσει σε απελευθέρωση από αυτά. Αντίθετα, θα τον κάνει να κυνηγά ένα άπιαστο όνειρο που σύντομα θα τον απογοητεύσει. Προσπαθώντας να αποδείξει πως είναι ελεύθερος, θα βρεθεί να «φυλακίζει» τον εαυτό του σε μία συνεχή μάχη για το πως μπορεί να αμφισβητεί, απλώς και μόνο για να τα αμφισβητεί.
Τα κοινωνικά πρέπει κι οι νόρμες που σου έχουν κληροδοτηθεί, δε χρειάζονται την ακραία αμφισβήτηση για να αλλάξουν. Χώρο χρειάζονται να αφήσουν σε ό,τι καινούριο έρχεται να δημιουργηθεί και να συνυπάρξει με τα παλιά. Όρια χρειάζονται. Οι αλλαγές που δημιουργούνται στην κοινωνία, επιβάλλουν αλλαγές σε ορισμένα βαθιά ριζωμένα πιστεύω από τον τρόπο που θα ντυθείς μέχρι το σύντροφο που θα επιλέξεις. Μπορείς να βάλεις την κοντή φούστα που θέλεις κι εννοείται πως αυτό δεν είναι ανοιχτή πρόσκληση προς τον καθένα πως είσαι εύκολη και «έλα μωρέ με τον τρόπο που ντύνεται τα ήθελε και τα έπαθε». Μπορείς να επιλέξεις να μην κάνεις παιδιά γιατί δε θέλεις, τόσο απλό. Είναι οκ να επιλέξεις ως σύντροφο κάποιον με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Να επιλέξεις την καριέρα σου, ή μόνο την οικογένειά σου, ή και τα δύο. Να είσαι ο μπαμπάς που μένει σπίτι με τα παιδιά, να είσαι η μαμά που με άλλη μια μαμά φτιάξανε μια οικογένεια. Κι η πράξη σου αυτή, δεν είναι επανάσταση, είναι η ζωή σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου