Δεν είναι όλα τα τραγούδια ιστορίες. Δεν κρύβουν όλα τα τραγούδια από πίσω τους πρόσωπα ούτε έρωτες ούτε ακούγονται με μοναδικό σκοπό να μας κάνουν να διασκεδάσουμε ένα βράδυ σε μια καλοκαιρινή ταράτσα. Μερικά τραγούδια είναι ποιήματα, που γίνονται στίχοι για κάποιο λόγο κι έπειτα ερμηνεύονται με όλη τη σημασία της λέξης.
Είναι επιτυχίες για κάθε καρδιά που θα καταφέρουν ν’ αγγίξουν κι αυτό από μόνο του αρκεί για να μην επιτρέψει κανένα μυαλό τη μελωδία τους να ξεχαστεί. Τα σιγοψιθυρίζεις αυτά τα τραγούδια πλάι στο κύμα, τα τραγουδάς όταν έχεις ανοιχτή την μπαλκονόπορτα κι αφήνεις τους γείτονες ν’ αναρωτιούνται πώς μπόρεσαν τέτοια λόγια να γίνουν τραγούδι, που εκείνοι δεν ξέρουν.
Η φωνή της Παυλίνας Βουλγαράκη ακούγεται στο δικό μου σπίτι, αλλά και στο δικό μου μέσα γενικότερα. Είναι η φωνή που μπορεί να σε κάνει να νοσταλγείς, αλλά ταυτόχρονα να κοιτάς μπροστά, ατενίζοντας ένα μέλλον πανέμορφο. Ο τρόπος που ερμηνεύει ξέρει να σου δημιουργεί ένα μισό χαμόγελο και να σε συγκινεί, γιατί είναι αληθινός.
«Έχω μία συλλογή ξεγυμνωμένων παραλίγο, που τα νίκησε η σιωπή». Πόσοι, άλλωστε, δεν έχουμε; Εκείνα τα παραλίγο που σε τρώνε, που σε ωθούν να κοιτάς στο κενό και να χάνεσαι σε σκέψεις που δεν ταιριάζουν στον κόσμο σου. Τα παραλίγο συσσωρεύονται σαν χτικιά και μετά, ξέρεις, δεν αναπνέεις φυσιολογικά.
«Όταν ήμουνα νερό, κάθε ανάσα τρικυμία». Όπου τρικυμία κι ένας άνθρωπος που μας έκανε την εξίσωση λίγο πιο δύσκολη, ένα όνειρο που μετατράπηκε σε στοιχειωμένο απωθημένο, ένα ταξίδι που έμεινε μονάχα στα λόγια.
«Κι όταν έμαθα παλιά όλα τ’ άγρια να δαμάζω, με δυσκόλεψε η φωτιά κι έτσι τώρα πια της μοιάζω». Μία φωτιά που ήξερε να σιγοκαίει και μερικές φορές να οδεύει σ’ έναν κόσμο ανεξέλεγκτο, που λίγοι μπορούν να υποστούν, αφού αδυνατούν να τον διαχειριστούν. Κι ό,τι μας παιδεύει γίνεται αυτομάτως εμμονή, δεν το ήξερες;
Κι η Παυλίνα συνεχίζει, λέγοντας, πως αν ο άνθρωπος ή όσα αγαπά έρθουν λιγάκι πιο κοντά εκείνη θα συνεχίσει να ζει κανονικά και θα μετατρέψει την καθημερινότητα που λαχταρά σε ιδέα μυστική. Μα, δεν ξέρω αν έχει ευτυχισμένο τέλος η επιθυμία που παραμένει σιωπηλή, η ευτυχία που για πάντα προστατεύεται.
Πώς ζει κανείς «κανονικά»; Υπάρχει κανονικότητα όταν αγαπάς, όταν ερωτεύεσαι, όταν συγχωρείς ή όταν κακιώνεις; Κι αν το δικό μου κανονικό διαφέρει απ’ όσα θέλω ν’ έρθουν πιο κοντά, τι γίνεται αν δεν μπορέσω εν τέλει ποτέ να τα φέρω;
«Νόμιζα ότι δε σπάω». Κι εγώ κι εσύ κι όλοι μας. Σαν από πάντα υπερήφανοι και ολωσδιόλου εγωιστές. Μ’ έναν εγωισμό που σε νικά περισσότερες φορές απ’ όσες σε σώζει, που δε σε προστατεύει μα μονάχα σε παιδεύει και σ’ αλλάζει μ’ έναν τρόπο μοχθηρό. Να σπάμε για να βρίσκει τρόπο να εισχωρεί μέσα μας το φως. Μόνο έτσι μπορεί.
Για όλα τα τραγούδια που, κάποτε, μίλησαν στην ψυχή μας. Που μας θύμισαν ανθρώπους που λατρέψαμε και -οι χαζοί- αφήσαμε, που μας έκαναν να μετανιώσουμε, να ερωτευτούμε απ’ την αρχή ή να φύγουμε τρέχοντας. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους που με τη φωνή τους βρήκαν μία όμορφη θέση μέσα μας, αφού κατάφεραν να εξηγήσουν όσα εμείς δε βρήκαμε ποτέ τον τρόπο να το κάνουμε.
Για όλες τις φωνές που ακούγονται στα σπίτια μας, για την Παυλίνα που ακούγεται στο δικό μου. Τραγούδα. Φώναξε κι άσε τη φωνή σου να αντηχήσει. Αν δεν το πει κανείς, αυτό που κρατά μέσα του, θα σκάσει ο κόσμος από τα ανείπωτα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου