«Παιδάκι μου, σκάλωσα σου λέω! Δεν ήξερα τι να πω!». Γνωστά τα συμπτώματα που ακολουθούν: χαμηλωμένο βλέμμα, τρεμάμενα χέρια, κόκκινα μάγουλα, μαζεμένο σώμα. Όλα τα καλά.

Το συννεφάκι που είχε δημιουργηθεί -ξέρεις, όπως στα παιδικά που βλέπαμε μικροί- ξαφνικά χάνεται, διαλύεται, σβήνει. Τα λεπτά μετατρέπονται σε αιώνες, η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη και πέρα ως πέρα άβολη, οι απαντήσεις μοιάζουν με γρίφο. Ο απέναντί σου μπορεί πανεύκολα να σε περάσει για τρελό κι αλλοπαρμένο, τύπο περιορισμένων δυνατοτήτων ή αντικοινωνικό. Ίσως, αναρωτηθεί κιόλας τι λάθος έκανε, τι είπε και σ’ έφερε σ’ αυτή την περίεργη και δύσκολη θέση. Τίποτα, καλέ μου άνθρωπε, απλά το μέσα μου δεν άντεξε τόση αναστάτωση. Αυτό σκέφτεσαι και καταριέται την ώρα και τη στιγμή, όπως πάντα. Έτσι, παίρνεις μέρος σ’ ένα παιχνίδι προκαθορισμένο, σε μία παρτίδα ηττημένη εξαρχής, με ρόλους μοιρασμένους και άκυρες ζαριές. Αγαπημένο μας μυαλό, πότε επιτέλους θα βγάλεις το σκασμό; Πότε σκοπεύεις να μας αφήσεις στην ησυχία μας;

Όλα βρίσκονται εκεί μέσα, τα πάντα εξαρτώνται απ’ αυτό το μαραφέτι που αποφασίζει για σένα, χωρίς εσένα. Μα όταν κολλάει το μυαλό, κολλάμε κι εμείς. Κι όταν μιλάμε για κόλλημα, εννοούμε σκάλωμα γερό, όχι αστεία. Δεν είναι αστείο να μην μπορείς να πεις λέξη, να μην απολαμβάνεις συζητήσεις και ανθρώπους, να τρέμεις από πάνω ως κάτω. Προκαλεί γέλιο όταν το σκέφτεσαι, μα όχι όταν το ζεις. «Τι πάει λάθος με μένα;», πολύ πιθανό ν’ απορείς. Τίποτα, βρε μάτια μου, απλά το μυαλουδάκι είναι τόσο εγωιστικό -καμιά φορά-, που επιμένει να μας κάνει να δείχνουμε εκατό φορές πιο περίεργοι απ’ όσο είμαστε. Η αμηχανία μπορεί να είναι μια κατάσταση πολύ οδυνηρή, όχι μόνο, για όποιον τη δέχεται αλλά και για όποιον τη βιώνει. Είναι από μόνη της μια διαδικασία που σε κάνει ευάλωτο, χάνεις την ετοιμότητά σου, πελαγώνεις, κολλάς μπροστά στις καταστάσεις και δεν ξέρεις πώς στο καλό να αντιδράσεις. Κλείνει η λογική σου και χτυπάει συναγερμός.

Το σώμα μιλάει και μερικές φορές είναι ικανό να μεταφράσει τις πιο μυστήριες σιωπές, τα πιο ανεξήγητα λάθη, κάτι πάθη και πάει λέγοντας. Δηλώνει καλύτερα κι απ’ τις λέξεις όσα νιώθουμε, όσα θέλουμε ή δε θέλουμε, όσα σκεφτόμαστε και δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε. Δική του η γλώσσα, δικό του και το λεξιλόγιο. Ό,τι θέλει κάνει.

Έρχονται στιγμές που η χημεία είναι ένα τσικ παραπάνω απ’ το φυσιολογικό ή και το αντίθετο. Ίσως, τύχει να μυρίσεις το ίδιο άρωμα με το δικό σου στην ψυχή κάποιου άλλου ή ν’ ακούσεις τις καρδιές σας να χτυπούν με τον ίδιο ρυθμό. Είναι φυσικό κι επόμενο να σαστίσεις. Όμορφο και συνάμα τρομακτικό. Και να, τα κόκκινα μάγουλα, να και τα τσιμπήματα στα χέρια, η ντροπή, η συστολή. Εκτός ελέγχου, ή πιο σωστά, εκτός λειτουργίας. Άντε, τώρα να εξηγήσεις στον άνθρωπο απέναντί σου πως δε φταίει ο ίδιος αλλά το μέσα σου, που σε πρόδωσε για ακόμη μια φορά.

«Αμηχανία, σώμα μουδιασμένο» όπως λέει και το άσμα. Μπορεί να χάσεις, μπορεί, όμως, και να κερδίσεις. Ας μην είμαστε τέλειοι, μωρέ, ας μην τα κάνουμε όλα σωστά. Αληθινοί να ‘μαστε, γίνεται; Να σκεφτόμαστε λιγότερο και να νιώθουμε περισσότερο; Μπορούμε;

 

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου