«Θα ‘θελα τόσο πολύ να σ’ εντυπωσιάσω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη σαν μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω, ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα: είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό κι άγριο πράγμα του κόσμου· στιγμές. Μια συλλογή γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές, σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια…».
Στην αρχή «είσαι το παν για μένα». Μπλέκει το για πάντα με βλέμματα κατενθουσιασμένα, παρασυρμένα απ’ τη γοητεία του καινούριου -εκείνου που σε μεθά, που σε κάνει να θες να το γνωρίσεις μέχρι το πιο βαθύ του μέσα. Μπλέκονται κι οι ζωές κι οι καθημερινότητες κι οι αποφάσεις γίνονται κοινές, ίδια η πόρτα του διαμερίσματος που το πρωί κλείνει, ίδια κι η διαδρομή έπειτα. Χαρίζονται τα κομμάτια του εαυτού, πάνε κι έρχονται τα συναισθήματα, οι υποσχέσεις -τέλειες κι αυτές- κάτω απ’ το πέπλο της ξελογιάστρας της αρχής.
Μέχρι το πρώτο «ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο». Κάποτε, έτρεχες να σηκώσεις το τηλέφωνο, να βρεθείς εκεί -σ’ ένα «εκεί» κατάδικό σου-, να προλάβεις, να χορτάσεις, να φιλήσεις, να ερωτευτείς λίγο ακόμη. Κάποτε, αποφάσιζε για σένα η καψούρα σου και μόνο, εκείνη η φωνή που μέσα σου μιλούσε, τραγουδούσε κι είχε μόνο ένα σκοπό. Να ζήσει αλλιώς, μ’ έναν τρόπο που ταίριαζε σε λίγους, στους λίγους και τρελούς που ξέρουν να τρελαίνουν κι εσένα μαζί. Μέχρι το πρώτο λανθασμένο μήνυμα, μέχρι την πρώτη αδιαφορία στη φωνή, μέχρι να χάσεις τον εαυτό σου. Μέχρι να το ζητήσεις· «γίνε για μένα το παν». Εσύ δεν ήσουν που ‘ταζες χθες;
«Πάλι εσύ είσαι;». Εσύ που δε θα μ’ άφηνες, που δε θα επέτρεπες να σ’ αφήσω, ε; Αμφιβάλλεις για το χρόνο, για τα μεσημέρια που έκανες τα πάντα πέρα για να βρεθείς εκεί όπου αγαπούσες, για τις βόλτες στα στενά -εκείνα που ‘μαθες να περπατάς με το ρυθμό κάποιου άλλου. Δυσανασχετείς με τον κόπο που τόλμησες να βάλεις, με τις φωνές που ‘θελες και ξόδεψες, με την υπομονή που ‘κανες μέχρι να γράψει το ημερολόγιο συγκεκριμένο αριθμό. Μηδένιζες και ξεκινούσες κάθε φορά κι απ’ την αρχή. Μήνες, λεπτά και χρόνια -ένα χρόνο κοντά. Κάτι «μου λείπεις» φευγαλέα -τόσο φευγαλέα όσο εμείς- νοσταλγείς. Κάτι «μείνε», που σ’ έκαναν να μη θέλεις να φύγεις ποτέ, να μην μπορείς να κοιμηθείς χωρίς κάποιον δίπλα να σου θυμίζει πως οι υποσχέσεις τηρούνται κι ας είναι βαριές.
Να σου πω κάτι ακόμη; Δεν πιστεύω πως η ζωή ξέρει για να ‘μαι ειλικρινής. Δεν την εμπιστεύομαι, σκάρτη έχει αποδειχθεί αμέτρητες φορές, ανεξήγητη -κι εγώ ό,τι δεν μπορώ να το εξηγήσω ή το ερωτεύομαι ή το μισώ. Έχει, πάντως, έναν τρόπο να σ’ οδηγεί εκεί που η ίδια θέλει, να σε παίρνει από κάποιους και να σε χαρίζει αλλού. Έχει έναν τρόπο να τα μπερδεύει όλα και να τα φτιάχνει ομορφότερα ξανά. Τίποτα δεν ξέρει, μα παίρνει την ευθύνη ευθαρσώς. Άστη, πάλι κάπου θέλει να μας πάει. Όταν φτάσουμε θα σου πω. Μέχρι τότε μην ξανακαλέσεις, γιατί θα την προδώσω. Και δε μ’ αρέσει ν’ αφήνω όσα αγαπώ.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.