Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν το «ναι» και το «αλλά», δύο υπάρξεις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, τόσο μακριά η μία απ’ την άλλη και τόσο μα τόσο αντιφατικές. Είχαν κοσμοθεωρίες εκ διαμέτρου αντίθετες, που η καθεμία υπηρετούσε το δικό της προσωπικό σκοπό και στόχο. Απείχαν πολύ στο νόημά τους, συγκρούονταν διαρκώς, ακύρωνε πανεύκολα η μία την άλλη. Υπήρχαν, όμως, δυσκολίες. Το «ναι» κι όσα απροκάλυπτα αυτό δήλωνε ή αποδεχόταν δεν μπορούσε να διαχειριστεί ούτε το ρίσκο ούτε την έλλειψη ορίων, φραγμών και «πρέπει» ούτε τις ενδεχόμενες συνέπειες, ενώ το «αλλά» μέρα με τη μέρα βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην αναποφασιστικότητα και τον φαύλο κύκλο στον οποίο -εκούσια- έμπαινε.
Πλέον -και νομίζω μπορείς να μ’ επιβεβαιώσεις- συναντιούνται στην ίδια πρόταση. Ο λόγος; Βρίσκουν ασφάλεια μαζί, το «ναι» δε χρειάζεται να εκτεθεί ολοκληρωτικά πια, ενώ το «αλλά» κρύβει την ανασφάλειά του και το παίζει τάχα μου θαρραλέο, συνοδευόμενο από μία θετικότητα που δε διαθέτει. Τα χωρίζει μονάχα ένα κόμμα.
«Ναι, αλλά..». Αλλά άστο, βασικά! Αυτό θα μας φάει. Δεν πα’ να ‘χεις ορκιστεί αιώνια αγάπη, να ‘χεις υποσχεθεί και τάξει όλο τον κόσμο, να ‘χεις ξεστομίσει τα πιο όμορφα λόγια, άπαξ και τοποθετήσεις αυτές τις δύο λέξεις κοντά ακυρώνεις αυτόματα τη φλόγα του «ναι» σου, τη μετριάζεις, την κάνεις χλιαρή, άοσμη κι άνοστη. Βρε, γιατί; Δε λέω, υπάρχει και το λεγόμενο γκρι σ΄αυτή τη ζωή, υπάρχει και το ενδιάμεσο, το μετρημένο μα εμείς το ‘χουμε παρακάνει, το ‘χουμε φτάσει στο λάθος άκρο μ’ έναν τρόπο άχρηστο, ανούσιο, αδιάφορο. Όταν θες, δεν ψάχνεις αιτίες κι αφορμές για να μη θες, δεν κρύβεσαι πίσω από μισόλογα κι ενδοιασμούς άνευ λόγου, άνευ ζωής. Απλά θέλεις, νιώθεις, καίγεσαι, ρισκάρεις. Μας βολεύει αυτό το «αλλά», καλύπτει και χαϊδεύει τις ανασφάλειες και τα κολλήματά μας και -κατά κάποιον τρόπο- μας χαρίζει μία δόση σιγουριάς μα δε ξέρω αν μας επιτρέπει να ζούμε. Ζούμε;
Δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος να ζει κανείς. Εμείς, όμως, σ’ αυτή τη ριμάδα διαδρομή πολλές φορές ακολουθούμε μια συνταγή γεμάτη κανόνες και υπαγορεύσεις για να τερματίσουμε όσο το δυνατό σωστότερα, να είμαστε «καλοί», «ηθικοί» κι όλα αυτά τα χιλιοειπωμένα επίθετα. Μιλάμε για έναν τερματισμό που κυριολεκτικά βρίσκεται στο επόμενο στενό, για ένα αναπόφευκτο τέλος, του οποίου την ώρα δε γνωρίζουμε καν. Αναλύουμε και ξανά αναλύουμε καθετί που μας συμβαίνει, χρησιμοποιώντας μέσα στην πρότασή μας ατελείωτα «αλλά» που κλέβουν τη μαγεία που θα βιώναμε αν σταματούσαμε στο «ναι». Αναιρούμε μια απόφαση, επιλογή ή τρέλα -πού πήγε αυτή;- και ακυρώνουμε τον άνθρωπο που ίσως περιμένει κάτι από μας ή και τον ίδιο μας τον εαυτό, πράγμα ακόμη χειρότερο.
Η ζωή δεν είναι παντοτινή και σίγουρα το ‘χεις ακούσει αυτό αμέτρητες φορές. Ο χρόνος που μας δίνει είναι λίγος για να μετράμε τα λάθη μας και τη σοβαρότητά τους, τις παραλήψεις και τα στραβοπατήματά μας. Δεν έχουμε ώρα για μετάνιωμα. Όση ώρα εσύ θα πασχίζεις να σώσεις το «ναι» σου με χιλιάδες «μα» και «μου», ο μόνος που θα παραμένει στην ίδια θέση θα ‘σαι εσύ. Όλα τα υπόλοιπα θα τρέχουν γύρω σου γιατί τόλμησαν να κάνουν, να πουν, να δείξουν όσα εσύ σκεφτόσουν και υπολόγιζες. Ζούμε όντως μία φορά. Κι αν ψάξεις μέσα σ΄αυτή τη φράση δε θα βρεις καμία απολύτως κλισεδιά παρά μονάχα αλήθεια. Τρομακτική αλήθεια. Ίσως σε ταρακουνήσει, ίσως κι όχι. Ναι. Τελεία.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Εφρεμίδη