Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και έβαλε νερό στο βραστήρα. Διάλεξε την πιο βαρετή κούπα που έχει στο ντουλάπι και έφτιαξε καφέ. Μέτριο, χωρίς γάλα. Ήπιε μία γουλιά και νόμιζε πως ξύπνησε. Προχώρησε προς το δωμάτιο και έφτιαξε όπως-όπως τα σκεπάσματα, άνοιξε την ντουλάπα, ταίριαξε τα πιο γκρι κομμάτια που βρήκε και τα φόρεσε μηχανικά. Ετοιμάστηκε να φύγει και λίγο πριν ξεμυτίσει ρούφηξε άλλη μία μέτρια γουλιά απ’ το μέτριο καφέ.
Η δουλειά δεν προσέφερε κανέναν ενθουσιασμό, οι συνεργάτες αδιάφοροι, ένα μεταπτυχιακό έστεκε αδούλευτο, η προσωπική ζωή ξεχασμένη ή μάλλον κρυμμένη κάτω απ’ το χαλί. Όλα πεζά. Όλα γκρι. Έτσι έπρεπε. Έπρεπε να σκέφτεται πριν μιλήσει, να παίρνει βαθιές ανάσες αντί να ξεσπάσει, να ψιθυρίζει για να μην ενοχλήσει. Έπρεπε. Έπρεπε να μην υπερβάλλει, να έχει όρια, να μην τρελαίνεται. Γιατί κάποτε τρελάθηκε. Κάποτε τα έπαιξε όλα για όλα και τα έχασε. Κάποτε, χάθηκε.
Κάποτε γελούσε τόσο δυνατά που σκορπούσε φως παντού. Υπερέβαλε πάντα για τα πάντα και έκλεινε τα αφτιά σε όσους φώναζαν «πάψε να τα μεγαλοποιείς όλα!». Κάποτε έδινε ψυχή και σώμα σε όσα και για όσα γούσταρε. Κάποτε έπινε γλυκό καφέ και μερικές φορές έβαζε μπόλικο γάλα για να το απολαμβάνει. Κάποτε κορόιδευε όσα τώρα αποτελούσαν καθημερινότητα, τα χλεύαζε, τα υποτιμούσε. Κάποτε ρίσκαρε για δύο μάτια. Κάποτε ανέπνεε γι’ αυτά και μόνο.
Αποφάσισε να κάνει στροφή στην «καριέρα» που με τόσο κόπο έχτιζε όταν συνειδητοποίησε πως «και τα μάτια λένε ψέματα». Δεν ήξερε να δίνει λίγο, δινόταν και δεν κρατούσε τίποτα για προσωπική χρήση. Όταν αγαπούσε, αγαπούσε. Όταν ερωτευόταν, ερωτευόταν. Μυαλό; Ποιο μυαλό; Καρδιά; Μόνο καρδιά. Μέχρι που αυτή η καρδιά απηύδησε και κλείστηκε σ’ έναν εαυτό πιο φοβισμένο από ποτέ. Ωδή στη λογική, είναι ασπίδα προστασίας πανάθεμά την.
Πέταξε αναμνήσεις, έσκισε φωτογραφίες, έβαψε τις κουρτίνες στο γνωστό χρώμα και απ’ το φως που ερωτεύτηκε βρέθηκε σ’ ένα σκοτάδι πολύ ξένο. Η τρέλα χάθηκε μαζί με την καύλα για ζωή. Είναι πολύ εύκολο να απαρνηθείς τον εαυτό σου ψάχνοντας κάποιον άλλον. Αυτό έκανε. Αναζητούσε λάθος άνθρωπο.
Η ζωή μπήκε στον αυτόματο πιλότο και ο μάγκας χαρακτήρας που τάχα μου τα έλεγχε όλα βρέθηκε εκτός τόπου και χρόνου -κυρίως χρόνου. «Μόνο οι ρεαλιστές επιβιώνουν σ’ αυτόν τον κόσμο», έλεγε και ξανάλεγε.
Θυμόταν έναν αλλιώτικο εαυτό. Έναν εαυτό τρελό και παλαβό που δεν έδινε δεκάρα για τα λόγια των γύρω του. Θυμόταν να κοιτά την πινακίδα που δεξιά έδειχνε το δρόμο των πεζών και αριστερά των ποιητών. Πάντα αριστερά πήγαινε κι ας μην ήξερε καλά τη διαδρομή. Θυμόταν και μελαγχολούσε. Μελαγχολούσε, γιατί θυμόταν. Και το να θυμάσαι, λένε, είναι πιο ψυχωτικό απ’ το να ξεχνάς.
Αλλάζουν, τελικά, οι άνθρωποι; Είχα διαβάσει πως ναι, αλλάζουν αλλά με την προϋπόθεση να πονέσουν ή να αγαπήσουν-αγαπηθούν πολύ. Ο άνθρωπος της ιστορίας μας έζησε για πολύ καιρό μέσα σ’ ένα γκρίζο σύννεφο επειδή τόλμησε να υπερβάλλει, να αισθανθεί και να μην αμυνθεί. Επειδή είχε το θάρρος να αγαπήσει και να δοθεί, επειδή έπινε γλυκό καφέ και ζούσε στα άκρα. Ήταν Τρίτη απόγευμα και ο ήλιος έδυε. Στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας υπήρχε ένα σημείωμα καταχωνιασμένο, μα όχι ξεχασμένο. «Δεν ταιριάζει η μετριότητα με τη λαχτάρα, μάτια μου!», έγραφε. Αγρίμι και πάλι από δω και πέρα, υποσχέθηκε. Κι όπου βγάλει!
Η φιλική συμβουλή είναι να υπερβάλλουμε και να κάνουμε «θόρυβο» στο πέρασμά μας. Να μη διστάζουμε όσο κι αν τρέμουν τα πόδια μας. Να αφήνουμε μάτια να μας προδίδουν και να συγχωρούμε για το δικό μας μέσα. Να ζούμε αυτά που φανταζόμαστε κι όχι να τα αφήνουμε να υπάρχουν μονάχα στις σκέψεις μας. Να φτιάξω καφέ; Γλυκό με γάλα, ε;
Υ.Γ. Αν δεν τρελαίνεσαι, φύγε. Φύγε και πήγαινε εκεί που ερωτεύεσαι, εκεί που τσακώνεσαι, εκεί που γουστάρεις να είσαι. Εκεί που το «πολύ» μοιάζει λίγο!
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.