«Ε, δικό σας είναι αυτό;»

«Α, ναι.»

Έστω και μια φορά –δεν μπορεί– θα σου ‘χει τύχει, σε κάποιο μαγαζί, κάποια καφετέρια, στον δρόμο ή στο οικείο περιβάλλον σου. Πόσο άδεια επαφή, ε; Τρομακτικά γκρίζα και συννεφιασμένη. Δίχως όμορφες λέξεις να τη χρωματίσουν, να της δώσουν ζωή. Δίχως φως.

Λέξεις… Έχουν τόσο μεγάλη δύναμη οι άτιμες. Τσακίζουν, στ’ αλήθεια, κόκκαλα. Βαριά η ευθύνη τους. Τα πάντα μπορούν. Ξέρουν αυτές πώς να τρυπώνουν στο μυαλό, πώς να φέρνουν τον χειμώνα ή την άνοιξη, ανάλογα με το ποιόν τους. Εξωπραγματικά εξωπραγματικές. Πρέπει να φυλάγεσαι όταν έχεις να κάνεις μαζί τους, να προσέχεις όταν τις αγγίζεις, να μην τις χαλάς, να μην τις σκορπάς.

Έχεις, άραγε, ακούσει κανέναν να μιλάει για λέξεις ιερές; Πρόκειται για γράμματα τόσο ιδανικά βαλμένα στη σειρά, τόσο εντυπωσιακά ενωμένα, που χρειάζονται –δυστυχώς– τη βοήθειά μας. Αρκεί μόνο να ειπωθούν, να αποκτήσουν φωνή. Άπαξ και συμβεί αυτό, σκορπίζεται μαγεία. Χρυσόσκονη παντού!

Πρόσεξέ με.

«Με συγχωρείτε, αυτό πρέπει να ‘ναι δικό σας. Ορίστε!»

«Α, ναι! Ευχαριστώ πολύ, να ‘στε καλά!»

«Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα. Καλή σας μέρα!»

Το ‘νιωσες; Αισθάνθηκες πεταλούδες ή έστω ένα φτερούγισμα; Αφού χαμογέλασες, μωρέ! Και ποιος δε θα χαμογελούσε μπροστά σ’ αυτό το πυροτέχνημα ευγένειας κι ειλικρινούς συναισθήματος; Κάπως έτσι θα ‘ταν ο κόσμος μας αν μετατρέπαμε τα αυτονόητα σε ουσιαστικά και πέρα ως πέρα αναγκαία. Κάπως έτσι θα ‘μοιαζαν όλες οι συζητήσεις μεταξύ γνωστών κι αγνώστων αν εκφραζόμασταν, αν ήμασταν λίγο πιο αυθόρμητοι, ένα κλικ πιο αληθινοί.

Δεν ξέρω γι’ άλλες ζωές, επόμενες ή προηγούμενες. Όσον αφορά, όμως, στην παρούσα φάση μας, λυπάμαι πολύ, μα δεν υφίσταται το αυτονόητο. Δεν υπάρχουν ούτε δεδομένοι άνθρωποι, ούτε δεδομένα συναισθήματα, ούτε δεδομένες κουβέντες και λόγια. Εκεί το χάνουμε, εκεί την πατάμε. Γιατί να θεωρήσεις δεδομένο αυτό που πολλαπλασιάζεται σε ομορφιά, αν δηλωθεί; Γιατί τα αγνοούμε αυτά τα μικρά;

Χάσαμε την ουσία μας. Διαγράψαμε απ’ το λεξιλόγιό μας το σημαντικότερο –ίσως– όπλο μας, τις πιο φωτεινές λέξεις. Δώσαμε τη θέση του «ευχαριστώ» σε χίλια δυο σκουπίδια και δηθενιές. Περάσαμε το «παρακαλώ» για τυπικούρα και το περιφρονήσαμε, το αντικαταστήσαμε χωρίς ίχνος ντροπής. Δεν είναι μόνο θέμα ευγένειας αλλά και θέμα αλήθειας, ατόφιας εξωτερίκευσης των όσων νιώθουμε και των όσων μπορούμε να κάνουμε και τους άλλους να νιώσουν. Είναι κάτι παραπάνω από ευγένεια, κάτι βαθύτερο, κάτι πολύτιμο.

Τίποτα δεν εννοείται όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους, όπως κι αν χτυπάει αυτό. Αν δεν το φωνάξεις, αν δεν αποκτήσει σάρκα κι οστά μέσα απ’ τις λέξεις σου, πετάει, χάνεται, ξεφεύγει. Στ’ αλήθεια, δεν είναι υπέροχο να χαμογελάει ο άλλος εξαιτίας σου ή και το αντίστροφο; Δεν έχει, άραγε, ουσία να μοιράζεις συναισθήματα με μια σου λέξη; Τόσες ξοδεύουμε καθημερινά και μερικές φορές –εδώ που τα λέμε– τόσο άσκοπα κι ανώφελα. Τουλάχιστον, ας προσθέσουμε μέσα στις τόσες κι αυτές που μοιράζουν ζωή, αυτές που προσφέρουν αυθόρμητα και πηγαία χαμόγελα.

Ένα απλό «σ’ ευχαριστώ», ειδικά αν το διανθίσεις με ουράνια τόξα, τύπου «από καρδιάς», μπορεί να φέρει τη λιακάδα στο δευτερόλεπτο. Ναι, ρε, παιδί μου αυτές οι τυπικούρες είναι το πιο ωραίο πράγμα σ’ όλη τη Γη!

Να εκφραζόμαστε, παιδιά, να κάνουμε τα ασήμαντα –επιτέλους– σημαντικά. Να μιλάμε ο ένας στον άλλον, να λέμε πρώτα «ευχαριστώ», «παρακαλώ» και μετά όλα τα υπόλοιπα. Να προσπαθούμε μαζί να σώσουμε ό,τι σώζεται. Να πιστεύουμε ειλικρινά στις λέξεις. Υπάρχει κάτι ξεχωριστό μέσα τους, κάτι απ’ αλλού φερμένο.

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη